Το Αγόρι τρώει το φαγητό του Πουλιού

Σκηνοθεσία: Έκτορας Λυγίζος

Παίζουν: Γιάννης Παπαδόπουλος, Λίλα Μπακλέση, Βαγγέλης Κομματάς

Διάρκεια: 80’

Από το σώμα θα ξεκινήσουν τα πάντα. Είναι η αφετηρία και το βασικό μας σημείο αναφοράς. Το σώμα ατροφεί, αδυνατίζει, χλομιάζει, υποφέρει, κινδυνεύει. Η πείνα και τα παρεπόμενά της το βασανίζουν, το καταβάλλουν. Θα πρέπει να φροντιστεί πάση θυσία. Να υπομείνει, να αντέξει, να πάρει δυνάμεις, να συνεχίσει να λειτουργεί. Όπως είπαμε, από το σώμα ξεκινούν τα πάντα, καταλήγουν όμως αλλού. Στο μυαλό, στην καρδιά, στην ψυχή. Αυτά που φαίνονται εννοείται πως μετρούν και μάλιστα με το παραπάνω. Τα αθέατα και τα αόρατα όμως, μετρούν ακόμη περισσότερο, ίσως ακριβώς γιατί δεν μπορούν να ζυγιστούν. Το σώμα ορίζει μεν την ύπαρξη, αλλά δεν την περιχαρακώνει. Είναι σκεύος και φορέας, είναι μεν ένα σύνορο βαρυσήμαντο, αλλά όχι το τελικό.

Ο Έκτορας Λυγίζος είχε ήδη στο παλμαρέ του μία μακρά και επιτυχημένη θητεία στη θεατρική σκηνοθεσία, καθώς και τη μικρού μήκους «Αγνά νιάτα» (2004). Το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, με τον χτυπητό τίτλο «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», αποσπά τιμητικές διακρίσεις σε μπόλικα διεθνή φεστιβάλ και κερδίζει τρία βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου (καλύτερης ταινίας, Α’ ανδρικού ρόλου, πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη). Αντλώντας αρχική έμπνευση από το διάσημο μυθιστόρημα «Η πείνα» του Νορβηγού συγγραφέα Κνουτ Χάμσουν, ο Λυγίζος μας φέρνει κατάφατσα αντιμέτωπους με μία κατάσταση ακραία και τελματώδη.

Σε ένα αστικό κέντρο κάπως άχρωμο και πνιγηρό, ένας νεαρός άνδρας θα κάνει το παν για να μην χαθεί Προικισμένος με ταλέντα που δεν θεωρούνται άξια αμοιβής, θα οδηγηθεί σταδιακά στα έσχατα όρια των αντοχών του. Ανεπιθύμητος φιλοξενούμενος σε ένα κόσμο ανοίκειο και ξένο, στερημένος από τα βασικά μέσα αξιοπρεπούς διαβίωσης, πασχίζει και παλεύει να βαστήξει. Τρεκλίζει συνεχώς αλλά κατορθώνει να σταθεί όρθιος κουτσά στραβά. Η κάμερα θα τον ακολουθήσει από απόσταση αναπνοής σε όλη τη διαδρομή. Η κάμερα είναι αδιάκριτη, αλλά είναι και φιλική. Τον ξεμπροστιάζει και του συμπαραστέκεται ταυτόχρονα. Ένας ρεαλισμός απτός και ωμός, χωρίς όμως να είναι στείρος και μηχανικός, το κάθε άλλο. Ένα ύφος λιτό και ασκητικό, αλλά ζουμερότατο νοηματικά. Επιπλέον, ένας πρωταγωνιστής (Γιάννης Παπαδόπουλος) που δίνει στη λέξη «συμπάσχω» την κυριολεκτική της σημασία. Απελπιζόμαστε μαζί του, σωριαζόμαστε μαζί του, το παλεύουμε μπας και αντέξουμε μαζί του.

Ο Λυγίζος αφηγείται ένα οδοιπορικό επιβίωσης, το οποίο όμως καταλήγει σε τελετουργικό ζωής. Όπως είπαμε και πρωτύτερα, η ταινία ξεκινά από το σώμα για να καταλήξει στην ψυχή. Ο ήρωάς μας θα πρέπει να τραφεί, να πιει, να κοιμηθεί, να ζεσταθεί, να γαμήσει, να επιτελέσει τέλος πάντων όλες τις θεμελιώδεις βιολογικές λειτουργίες για να επιβιώσει. Τι θα πρέπει όμως να κάνει για να μείνει αληθινά ζωντανός μέσα του; Κάπου εκεί μπαίνει στην εξίσωση η σταθερά της αξιοπρέπειας. Η μόνη λύση για να συνεχίσει να υπάρχει ουσιαστικά και στην πράξη είναι να διατηρήσει δυνατή τη φλόγα της ανθρωπιάς μέσα του. Αυτό που πρέπει να καταστεί σαφές είναι πως δεν πρόκειται για αγώνα αντιπαράθεσης και αντιπαλότητας. Το υλικό δεν εχθρεύεται το πνευματικό, οι σωματικές ανάγκες δεν τίθενται αντιμέτωπες με τις ηθικές αξίες. Η πεισματάρικη περηφάνια και η μοναχική πορεία προς τον αφανισμό δεν είναι η μόνη λύση. Υπάρχει κι άλλος δρόμος που συνδυάζει τα πάντα. Η αξιοπρέπεια μπορεί και πρέπει να περπατήσει χεράκι χεράκι με την αλληλεγγύη, τη βοήθεια, την συμπόνια. Ίσως μάλιστα, κάποιες ελάχιστες και σύντομες στιγμές να μας εξυψώσει λίγο πιο πάνω από τον εκάστοτε βούρκο που νιώθουμε απειλητικά κοντά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑