Reviews Ο εραστής της κομμώτριας (Le Mari de la Coiffeuse)

12 Νοεμβρίου 2020 |

0

Ο εραστής της κομμώτριας (Le Mari de la Coiffeuse)

Σκηνοθεσία: Πατρίς Λεκόντ

Παίζουν: Ζαν Ροσφόρ, Άννα Γκαλιένα

Διάρκεια: 82′

Τι είναι στ’ αλήθεια ένας έρωτας; Ο Αλαίν Μπαντιού υποστηρίζει ότι πρόκειται για ένα πέρασμα από τη σκηνή του Ένα στη σκηνή του Δύο. Μια αλλαγή οπτικής γωνίας, ένας τρόπος να βλέπεις τα πράγματα, τον κόσμο, τους άλλους, ακόμα και τον εαυτό σου, όχι από τη σκοπιά του Εγώ αλλά από τη σκοπιά του Εμείς. Όταν αγαπάς, σπας στα δύο. Αυτός που ήσουν κι αυτός που είσαι πια, αποτελούν διαφορετικές και σαφώς διαχωρισμένες οντότητες. Θάνατος και γέννηση μαζί, ταυτόχρονα. Μια μορφή πεθαίνει (το ένα), μια νέα μορφή αναδύεται στον κόσμο (το δύο). Στον Εραστή της κομμώτριας, ο εξαίρετος Πατρίς Λεκόντ μιλάει για ένα αγόρι που μια κομμώτρια του έμαθε τι σημαίνει σαρκικός πόθος. Ο Αντουάν μυείται στα μυστήρια της σεξουαλικότητας, πηγαίνοντας μια μέρα για κούρεμα. Δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος μετά από αυτό. Θα συνδέσει την ερωτική επιθυμία με τις στάσεις, τα αγγίγματα, τις μυρωδιές, τις εικόνες και τους ήχους που συνοδεύουν αυτή τη διαδικασία. Όνειρο της ζωής του θα γίνει το να παντρευτεί μια κομμώτρια.

Το μικρό αγόρι (που όχι μόνο δεν έπαψε ποτέ να ζει μέσα στον ενήλικα αλλά επί της ουσίας μεταμορφώθηκε σε αυτόν παραμένοντας μικρό αγόρι), θα χρειαστεί να περιμένει πενήντα χρόνια για να δει το όνειρό του να πραγματοποιείται. Αλλά η ευτυχία αξίζει την αναμονή. Ο Αντουάν γνωρίζει τη Ματίλντ και στο πρόσωπό της ξαναβρίσκει τον παλιό του πόθο ανέγγιχτο από τον χρόνο, αειθαλή και λαμπερό. Την ερωτεύεται με το που ρίχνει το βλέμμα του πάνω της, της κάνει πρόταση γάμου μια μέρα που τον κουρεύει. Δύο εβδομάδες μετά εκείνη αποδέχεται την πρότασή του και η κοινή τους ζωή ξεκινάει. Η σκηνή του ένα, αντικαθίσταται από τη σκηνή του δύο.

Παθιασμένοι απόλυτα ο ένας με τον άλλο, ο Αντουάν και η Ματίλντ δεν χάνουν ευκαιρία να κοιτάζονται, να αγγίζονται, να ερωτοτροπούν (ακόμα και παρουσία των ανύποπτων πελατών), κλεισμένοι σ’ έναν κόσμο που μόνο φαινομενικά έχει χώρο (ελάχιστο έτσι κι αλλιώς) για τους άλλους. Ό,τι δεν είναι αυτοί οι δύο, γίνεται ανεκτό μονάχα ως πρόσκαιρη (και ασήμαντη) παρεμβολή εντός μιας διαρκούς, εσωτερικής ροής αισθήσεων που αποκλείει την προστριβή με το οποιοδήποτε «έξω».

Το κομμωτήριο που στεγάζει τον έρωτά τους είναι ένα σύμβολο, στο υλικό επίπεδο, αυτού του απαραβίαστου συναισθηματικού τόπου στον οποίο κατοικούν μονάχα οι δυο τους. Για τους ερωτευμένους, οτιδήποτε μπορεί να γίνει ναός: εκεί λατρεύεται ένας και μόνο Θεός, εκεί λειτουργούν δύο μονάχα άνθρωποι που είναι ιερείς και ποίμνιο μαζί. Στο κομμωτήριο της Ματίλντ, λαμβάνει χώρα καθημερινά η ίδια θρησκευτική τελετουργία. Η ευτυχία που χαρίζει η επανάληψή της λειτουργεί ως απόδειξη ότι η αγάπη είναι αυτάρκης.

Ο ένας βασικός πόλος της ποιητικής ωραιότητας αυτού του φιλμ, λέγεται Jean Rochefort. Το πώς καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να κοιτάζει σαν μικρό παιδί (δηλαδή με αγνό θαυμασμό και καθαγιασμένη λαχτάρα) τη γυναίκα των ονείρων του, εκτός από θρίαμβος της κινηματογραφικής υποκριτικής είναι κι ένα απ’ τα πιο συγκινητικά πράγματα που μας έδωσε το Γαλλικό σινεμά στα 90’s. Βλέπουμε διαρκώς την επικοινωνία του Αντουάν (ή, μάλλον, τη συμβίωσή του) με το αγόρι που υπήρξε, μέσα από τα αιθέρια φλας μπακ του Λεκόντ τα οποία εισάγουν φευγαλέες εικόνες του παρελθόντος στην αφήγηση αλλά τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο αν ο Rochefort δεν κατάφερνε, μ’ έναν μαγικό τρόπο, να «φορά» στην όψη ενός άνδρα άνω των πενήντα, το πρόσωπο ενός μικρού αγοριού.

Το πάθος του για τη Ματίλντ, κατακλυσμικό και τα πάντα πληρών, είναι προφανώς η μετεξέλιξη της επιθυμίας για την τροφαντή κομμώτρια των παιδικών του χρόνων, αλλά ο Λεκόντ δεν προβαίνει σε κοινότοπες αναγωγές στην ψυχανάλυση για να απομυθοποιήσει το ιλιγγιώδες αίσθημα, προτιμά την ποίηση από τη θεωρία. Έτσι, ενώ δεν χάνουμε στιγμή την αίσθηση ότι ο πενηντάρης κατευθύνεται από το παιδί, παράλληλα νιώθουμε ότι ο έρωτάς του είναι κάτι πολύ περισσότερο από την εξόφληση ενός γραμμάτιου που βρίσκεται στο ασυνείδητο (όπως θα προσπαθούσε ο Φρόιντ να μας πείσει). Ο Αντουάν δεν ταλαιπωρείται με το να αναζητά αιτίες, ως ευσεβής πιστός, αρκείται στο να λατρεύει τη θεά του κι αυτό του φτάνει για να βρίσκεται σε μια διαρκή κατάσταση μακαριότητας. Ο Λεκόντ δεν επιθυμεί να αποδομήσει αυτό το θρησκευτικό αίσθημα, θέλει μονάχα να μας το παρουσιάσει στην πληρότητά του (παρ’ όλο που κι εμείς, ως θεατές, είμαστε παρείσακτοι στον ιερό τους χώρο και πρέπει να νιώθουμε ότι εισήλθαμε λαθραία σ’ αυτόν).

Ο άλλος πόλος, η Anna Galiena, πέρα από το να συμβολίζει την πραγματοποιημένη επιθυμία, το ενσαρκωμένο θαύμα (όπως είναι για κάθε ερωτευμένο άνδρα η γυναίκα που αγαπά), λειτουργεί στο φιλμ και ως υπόμνηση του εφήμερου της ευτυχίας. Εξ αυτού και μόνο, η δική της παρουσία παρέχει το σκοτεινό συμπλήρωμα στο διαρκές (θα έλεγες παιδικό) φως του χαρακτήρα που υποδύεται ο Rochefort. Η Ματίλντ θλίβεται στη σκέψη ότι η επιθυμία κάποτε εξαντλείται, ως γυναίκα είναι προικισμένη με πιο βαθιά διαίσθηση και καμιά φορά αντιπαραθέτει στις φλογερές διαχύσεις του ενθουσιώδους (πάντα) αρσενικού τη μελαγχολική ωριμότητα μιας πιο «ενήλικης» στάσης.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι στη σχέση τους, η Ματίλντ κρατά τον «σκοτεινό», ενήλικο ρόλο ενώ ο Αντουάν τον «φωτεινό» παιδικό. Ο Αντουάν είναι πάντα το παθιασμένο με την κομμώτρια αγόρι, ανέμελος βασιλιάς ενός αέναου παρόντος (αυτό δεν είναι άλλωστε η παιδική ηλικία; ) ενώ η Ματίλντ μοιάζει να έχει καταληφθεί από το πνεύμα εκείνης της κομμώτριας που ο μικρός βρίσκει μια μέρα νεκρή μέσα στο μαγαζί της από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών: νοθεύει την ευτυχία του παρόντος με την ανησυχία του μέλλοντος. Ο Αντουάν είναι καταδικασμένος να το ξαναζήσει αυτό το δράμα, λίγο μετά τον έρωτα να δει τον θάνατο, λίγο μετά το βίωμα της αιωνιότητας να αποκτήσει την αίσθηση του τέλους.

Τρέμοντας στην ιδέα ότι ο πόθος του Αντουάν δεν μπορεί παρά να στερέψει μια μέρα, φοβούμενη πως όταν σταματήσει να την επιθυμεί σαρκικά, η τρυφερότητα μεταξύ τους δεν θα αρκεί για να συντηρήσει τη σχέση τους, η Ματίλντ προτιμά να χαθεί μια κι έξω παρά να σβήσει αργά-αργά. Αυτό που κυρίως θέλει είναι να παραμείνει στη συνείδηση του σαν ένα ενσαρκωμένο θαύμα, ένα όνειρο που πραγματοποιήθηκε παραμένοντας όνειρο, δεν αντέχει να «εξανθρωπιστεί», να γίνει μια κοινή θνητή, να απωλέσει την ιδιότητα μιας υλοποιημένης φαντασίωσης. Κάνει βέβαια μεγάλο λάθος, φέρεται εντελώς εγωιστικά και γι’ αυτό διαλύει τον έρωτα, τη σκηνή του δύο, από φόβο ότι θα δώσει από μόνη της τη θέση της στη σκηνή του ένα -νομοτελειακά.

Διαισθάνεται σωστά ότι η αγάπη αφορά σύσσωμο τον άνθρωπο, έτσι όπως είναι, στην ολοκληρωτική αλήθεια του, ενώ ο έρωτας αφορά περισσότερο την εικόνα του, το φαντασιακό του συμπλήρωμα, αλλά εξάγει λάθος συμπεράσματα. Πιστεύει ότι η αγάπη κι ο έρωτας είναι διαχωρισμένες ψυχικές καταστάσεις, αδυνατώντας να δει ότι, για όποιον είναι αληθινά ερωτευμένος δεν τίθεται ζήτημα μετάβασης από το ένα στο άλλο: η αγάπη τροφοδοτεί τον έρωτα κι ο έρωτας την αγάπη, αδιάκοπα, χωρίς ποτέ να μπορούν να διαχωριστούν εντελώς.

Η Ματίλντ προτίμησε να ζήσει ως μύθος γιατί φοβήθηκε μήπως πεθάνει ως πραγματικότητα αλλά για τον Αντουάν -που το αποφάσισε από μικρό παιδί ότι θα παντρευτεί μια κομμώτρια και θα ζήσει μαζί της για πάντα- δεν υπήρξε ποτέ θέμα επιλογής ανάμεσα στα δύο, διότι για εκείνον ήταν ταυτόχρονα και τα δύο. Γι’ αυτό στο φινάλε τον βλέπουμε αποφασισμένο να την περιμένει: ξέρει ότι θα ξαναγυρίσει. Μένει στο κομμωτήριο (δηλαδή στον καθαγιασμένο τόπο της ψυχικής/σαρκικής/πνευματικής ένωσής τους), συμπληρώνει αυτός την κενή της θέση, κουρεύει ο ίδιος τους πελάτες, ζει και για εκείνη. Γιατί τον κόσμο αδυνατεί να τον κοιτάξει ξανά από τη σκοπιά του «Εγώ». Πέρα από κάθε λογική, επιμένει να τον αντικρίζει από την οπτική γωνία του «Εμείς».

Βλέπεις, εκείνοι που πραγματικά αγάπησαν, και να θέλουν δεν μπορούν να επιστρέψουν στη σκηνή του ένα. Παραμένουν δύο, ό,τι κι αν τους κοστίζει αυτό.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑