IN A BETTER WORLD

Σκηνοθεσία: Σουζάνε Μπίερ

Παίζουν: Ούλριχ Τόμσεν, Μίκαελ Πρέσμπραντ, Γουίλιαμ Γιονκ Νίλσεν, Μάρκους Ρίγκαρντ, Τρίνε Ντίρχολμ,

Διάρκεια: 119΄

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ίσως, αύριο!”

Δύο παιδιά στη Δανία, ο Κρίστιαν και ο Ελίας γίνονται κολλητοί. Η μητέρα του Κρίστιαν έχει πεθάνει από καρκίνο κι ο Κρίστιαν ρίχνει το φταίξιμο στον ταλαίπωρο πατέρα του, καθώς δεν ξέρει πού να διοχετεύσει τη συσσωρευμένη οργή του. Ο Ελίας από την άλλη είναι ένα ήσυχο παιδί που στο σχολείο όχι μόνο δεν έχει φίλους, αλλά τρώει και ξύλο σε κάθε ευκαιρία από τους νταήδες. Οι γονείς του είναι χωρισμένοι, κάτι για το οποίο θεωρεί υπεύθυνη τη μητέρα του, ενώ ο λατρεύει τον πατέρα του, ο οποίος είναι γιατρός στην Αφρική σε προσφυγικό καταφύγιο. Όταν μια μέρα ένας νταής θα δείρει τον Ελίας, ο Κρίστιαν θα τον σαπίσει στο ξύλο μ’ ένα μπαστούνι και θα τον απειλήσει με μαχαίρι. Οι αστές οικογένειές τους θα θορυβηθούν από το ξέσπασμα βίας και θα ακολουθήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση με απρόσμενες εξελίξεις.

Στην Ελλάδα δεν είμαστε ιδιαιτέρως εξοικειωμένοι με το σύγχρονο σκανδιναβικό κινηματογράφο. Με το μεσογειακό μας ταμπεραμέντο, όπως αρεσκόμαστε να διαλαλούμε, την εξωστρέφειά μας και την ανατολίτικη λογική του ναργιλέ και του πεσίματος σε ατελείωτους καφέδες, έχουμε καταλήξει σ’ ένα αξιοπερίεργο μίγμα ωχαδερφισμού, απάθειας, αμπελοφιλοσοφίας κι έχουμε αναγάγει το ρουσφέτι σε εθνική επιστήμη. Η Σκανδιναβία είναι άλλο κεφάλαιο. Το ψυχρό κλίμα, η εσωστρέφεια σε συνδυασμό με μια πολύχρονη ευημερία και φαινομενική τελειότητα και προβλεψιμότητα έχει οδηγήσει την αστική τάξη σ’ ένα πρωτόγνωρο τέλμα. Με οικονομική ισορροπία και πιθανώς την πιο ανεπτυγμένη κοινωνική πρόνοια παγκοσμίως δημιουργούνται οι τέλειες συνθήκες για να βγει στην επιφάνεια η ανθρώπινη αρρώστια. Κι αυτός είναι πολλάκις ο στόχος του βορειοευρωπαϊκού κινηματογράφου. Η διείσδυση μ’ ένα κοφτερό νυστέρι στα πιο σκοτεινά σπλάχνα της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

Η Σουζάνε Μπίερ φτιάχνει μια καθηλωτική σπουδή στη βία κι αντιλαμβάνεται πως αυτή βρίσκεται παντού και πως δεν την αντιμετωπίζεις εξωραΐζοντας την. Όχι. Η εθελοτυφλία και η υποκρισία δεν είναι λύση. Η βία υπάρχει παντού, στην αρρώστια, στο θάνατο του συγγενικού προσώπου, στα ατυχήματα, στην άμυνα, στη διεκδίκηση της θέσης μας στη ζωή, στις σχέσεις μας με τους γονείς, τους φίλους και το έτερο ήμισυ, στον ανταγωνισμό, στην εξωτερική πολιτική, στην ανταπόδοση ενός ύπουλου χτυπήματος, στις εσωτερικές μας συγκρούσεις μεταξύ των αναρίθμητων «θέλω» και «πρέπει» και στη φαντασίωση μας ότι επιβάλλουμε την (δική μας) τάξη τιμωρώντας (αυτούς που εμείς θεωρούμε) ενόχους. Μονόδρομος, λοιπόν, η αποδοχή της ύπαρξής της κι έπειτα… δεν ξέρω. Η συνύπαρξη μαζί της; Ο διάλογος; Η (εκ νέου) σύγκρουση;

Η Σουζάνε Μπίερ θέτει ένα σωρό ερωτήματα, των οποίων τη λύση δεν αφήνει εξολοκλήρου στο θεατή, αφού φροντίζει μετά τον καταιγισμό ψυχολογικής και σωματικής βίας να προσφέρει ένα μικρό αποκούμπι εξιλέωσης. Ίσως για να γίνει η ταινία πιο προσιτή στο ευρύ κοινό. Ίσως για να μην πηδήξουμε από τα μπαλκόνια μας. Μοναδικό φρικτό ατόπημα η αποικιακή «φιλεύσπλαχνη» υπεροπτική απεικόνιση της Αφρικής. Κοινώς η άποψη πως αν δεν υπάρχει ένας λευκός σοφός να κάνει κουμάντο, οι μαύροι θα σφαχτούν μεταξύ τους σαν ζώα.

Συνολικά μια εξαιρετική ταινία από μια πάρα πολύ ικανή γυναίκα δημιουργό (πόσο σπανίζουν οι γυναίκες δημιουργοί ακόμη και σήμερα στον παγκόσμιο κινηματογράφο…) που δεν μασάει τα λόγια της. Η ταινία απέσπασε φέτος το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αφήνοντας τον «Κυνόδοντα» με την όρεξη. Δίκαια ή άδικα δεν μ’ ενδιαφέρει. Τα βραβεία είναι για το μάρκετινγκ και το θρέψιμο του Εγώ. Και οι δυο ταινίες ερεθίζουν τη σκέψη και διεγείρουν τις αισθήσεις. Και σε υποχρεώνουν να ανοίξεις κάποιες πορτίτσες που θα σε βόλευε απίστευτα να έμεναν για πάντα κλειστές…

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.

Δείτε σχετικά: εδώ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑