Στρέλλα

Σκηνοθεσία: Πάνος Χ. Κούτρας

Παίζουν: Μίνα Ορφανού, Γιάννης Κοκκιασμένος, Μπέτυ 

Διάρκεια: 111′

O 48χρονος Γιώργος βγαίνει από τη φυλακή για ένα φονικό που θεώρησε χρέος του, που ποτέ δεν μετάνιωσε. Έχει πληρώσει το χρέος του με το παραπάνω, τα 15 χρόνια στο κελί βαραίνουν την ψυχή του, βάζουν ψαλίδι στα λόγια του, μελανώνουν το βλέμμα του. Η Στέλλα, από την άλλη, είναι λιγάκι τρελή και παρορμητική, εξ ου και τη φωνάζουν Στρέλλα, είναι μπελαλίδικη και ζόρικη, αντράκι με τα όλα και γυναίκα ολόγιομη την ίδια ακριβώς στιγμή.

Διαθέτει την ευφυΐα που χαρίζει το εκ γενετής ένστικτο και την επίκτητη σοφία που προσφέρει ο συνεχής αγώνας για την επιβίωση. Η Στέλλα δεν λέει ποτέ όχι σε κάθε καυγά που μπορεί να της χαρίσει λίγη ακόμη ελευθερία, είναι αδάμαστη σαν αγρίμι που έχει παγιδευτεί σε ένα πνιγηρό περιβάλλον αλλά αντί να γκρινιάζει, διεκδικεί την ελευθερία του.

Η Στέλλα και ο Γιώργος θα κυλιστούν στα σεντόνια ενός βρώμικου μοτέλ και θα βιώσουν μια έλξη ανόθευτη, σαν φυσικό φαινόμενο. Οι δυο τους, αλλά και η μεταξύ τους επαφή, θα υποστεί μια διαδικασία ατέρμονης και ολοκληρωτικής μεταμόρφωσης. Ένα συνεχές μασκάρεμα, άλλοτε σαν μια δαρβινική μεταμφίεση επιβίωσης και προσαρμογής, άλλοτε ως μια υπενθύμιση ότι η ζωή μπορεί να γίνει τόσο σκληρή, άσχημη και αναπάντεχη που δεν μπορείς να την υπομείνεις αν δεν την μακιγιάρεις για να την κάνεις να μοιάζει είτε λίγο πιο όμορφη είτε λίγο πιο φαιδρή.

Η Στρέλλα του Πάνου Κούτρα, απαλλαγμένη από τις οιστριονικές εκρήξεις των προηγούμενων ταινιών του, οι οποίες αναμασούσαν queer κλισέ που πάλευαν να φανούν ρηξικέλευθα, πειραματίζεται και παιχνιδίζει με τους αρχέτυπους μύθους, τους αλλάζει τον αδόξαστο και ταυτόχρονα τους εξυψώνει. Η Στέλλα της Μίνας Ορφανού συναντά τη συνονόματή της (τη Μελίνα Μερκούρη στη Στέλλα του Μιχάλη Κακογιάννη) και ρίχνει λοξές ματιές γεμάτες νάζι στην Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού.

Παράλληλα, αναποδογυρίζει την Οιδιπόδεια κληρονομιά και φτιάχνει τραγικούς ήρωες που σκαλίζουν το παρελθόν τους σαν να παλεύουν να επιλύσουν ένα προπατορικό χρέος. Εντέλει, ο μύθος μπορεί να παραλλάσσεται, αλλά το νόημά του μεταφέρεται ακέραιο: στη συντριβή, πολλές φορές κρύβεται η λύτρωση.

Ο Κούτρας τοποθετεί την ιστορία του σε μια Αθήνα που ζέχνει και αγκομαχά, η οποία -στο φως της ημέρας- μοιάζει με συναισθηματική χωματερή του αισθήματος και της αξιοπρέπειας, λουσμένη με ένα βρόμικο και απωθητικό φως, και βρίσκει τη δικαίωσή της στην αθέατη νύχτα. Στα καταγώγια των καταραμένων, στις νέον πινακίδες των απόκληρων, στα ετοιμόρροπα χαμαιτυπεία, μακριά από τις κοσμικές διασκεδάσεις και τις καλόβολες καληνύχτες.

Η Στέλλα και ο Γιώργος, πάντως, δεν κατοικούν σε κάποιο φωτογενές και εξευγενισμένο περιθώριο, ούτε δίνουν κάποιον ευγενή αγώνα για «επανενταχθούν» σε μια εύρυθμη κοινωνική πραγματικότητα. Η Στρέλλα κατοικεί σε ένα σύμπαν αύταρκες, μετρονομημένο, που γνωρίζει πού πατά και πού στέκεται, χωρίς να καταφεύγει σε ευχολόγια ή μελοδραματικές ονειρώξεις.

Σταδιακά, τα κομμάτια του παζλ θα πέσουν στη θέση του νομοτελειακά, σε μια πιστοποίηση ότι η τραγωδία και ο πόνος του ανθρώπου δεν είναι ποτέ ξέχωρος από το πάθος του. Χωρίς να καταφεύγει σε κάποια δοξολογία της καθαγιασμένης λαϊκής καψούρας, η Στρέλλα ταυτίζει την ηδονική έξαψη της ζωής και του κορμιού με τον χαμό και την αναγέννηση. Και παλεύει να βρει μια νέα ταυτότητα, χωρίς ποτέ να βαυκαλίζεται πως ανακάλυψε κάποια πανάκεια.

Όλα είναι μια παράσταση, άλλοτε μεγαλοπρεπής κι άλλοτε μίζερη, και αυτή εδώ είναι μονάχα μια αναπαράσταση του σόου της ζωής. Που είναι πάντα αφόρητα πιο αληθινό από το ευγενές ψέμα του κινηματογραφικού φακού. Μια ταινία γεμάτη αρρυθμίες (σε απότομες αλλαγές ύφους, προσχηματικές υποπλοκές, αντιφάσεις που δεν επιλύονται), οι οποίες όμως –όλως παραδόξως ή και όχι- συγκροτούν ένα ενιαίο και στιβαρό παλμό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑