Ugetsu Monogatari (1953)

Σκηνοθεσία: Κέντζι Μιζογκούτσι

Παίζουν: Μασαγιούκι Μόρι, Ματσίκο Κίο, Κινίγιο Τανάκα

Διάρκεια: 94′

Βασισμένο σε δύο διηγήματα του Ακινάρι Ουέντα (1734-1809) από την ομότιτλη συλλογή  (η οποία, παρεμπιπτόντως, κυκλοφορεί στα ελληνικά, σε μετάφραση του Στέλιου Παπαλεξανδρόπουλου), το Ουγκέτσου Μονογκατάρι (1953) κατέκτησε το Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας και υμνήθηκε από αμέτρητους σκηνοθέτες, μεταξύ των οποίων οι Ερίκ Ρομέρ και Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Η ιστορία τοποθετείται στη μεσαιωνική Ιαπωνία, η οποία μαστίζεται από εμφύλιες συρράξεις, βίαιες κοινωνικές μεταβολές και αιματηρές συγκρούσεις. Πεδίον δόξης λαμπρό, δηλαδή, για διάφορους οπορτουνιστές καιροσκόπους, οι οποίοι αλλάζουν στρατόπεδο ανάλογα με το πού φυσά ο άνεμος, διατεθειμένοι και πρόθυμοι να ξεπουλήσουν την αξιοπρέπειά τους για το πιο ευτελές αντάλλαγμα.

«Ο πόλεμος κάνει καλό στις δουλειές», μας ενημερώνει με αυτάρεσκο χαμόγελο ο πρωταγωνιστής, καθώς δύο αφελείς και φαντασμένοι χωρικοί (ένας αγρότης και ένας αγγειοπλάστης) ξεκινούν ένα μεγάλο ταξίδι για να πιάσουν την καλή. Στην πορεία, θα πληρώσουν το τίμημα της αλαζονείας με τρόπους που δεν θα μπορούσαν καν να φανταστούν, σε ένα πνευματικό οδοιπορικό που ξεμπροστιάζει την ανθρώπινη ματαιοδοξία και δίνει ένα καλό μάθημα για τις παγίδες που κρύβει η λύσσα για πλούτο και εφήμερη καταξίωση.

Ο Μιζογκούτσι υφαίνει ένα λυρικό παραμύθι φαντασμάτων και πνευμάτων, μπολιασμένο με ρεαλισμό και πειθαρχία, σε μία ιδιόμορφη μίξη όπου το απόκοσμο και το ονειρώδες διαπλέκονται με τη φτηνή και ποταπή πραγματικότητα. Σε καμία άλλη χώρα δεν θα μπορούσαν άλλωστε να συνυπάρξουν με τέτοια άνεση τα πνεύματα με τους ζωντανούς όσο στην Ιαπωνία: κανείς νεκρός δεν αποκόπτεται οριστικά από τη ζωή, αλλά και κανείς ζωντανός δεν αγχώνεται για τη μετά θάνατον ζωή, γιατί απλούστατα την έχει εξασφαλισμένη.

Η κάμερα στέκεται ράθυμη και γεμάτη περισυλλογή όποτε θέλει να εμβαθύνει στην ουσία των πραγμάτων, τινάζεται με βία όποτε θέλει να μας υποδείξει ότι οι πρωταγωνιστές έχουν ξεστρατίσει από τις ύψιστες αξίες της φύσης και της ζωής, αγγίζει το ξέφρενο ντελίριο όποτε κοντοζυγώνει κάποιο κρεσέντο έρωτα ή καταστροφής. Ο Μιζογκούτσι, αληθινός μάστορας στη χρήση του dissolve, πλάθει έναν ρευστό κόσμο, όπου οι διαστάσεις των δύο κόσμων διαχέονται η μία μέσα στην άλλη: η πραγματικότητα μετατρέπεται σε ονειροπόληση και οι χειρότεροι εφιάλτες εφορμούν στον έξω κόσμο.

Ο δαφνοστολισμένος ηρωισμός αντιμετωπίζεται με χλεύη και ειρωνεία, χάνοντας το γυαλιστερό του περίβλημα, ενώ οι πειρασμοί και οι αμαρτίες ενσωματώνονται σε έναν αέναο κύκλο, όπου η συντριβή και η εξιλέωση διαδέχονται η μία την άλλη. Καταρχήν και πρωτίστως, μια υποδόρια αλληγορία για  την τέχνη του σινεμά και την πορεία του ίδιου του Μιζογκούτσι, μέσα από το πανέξυπνο εύρημα των τριών προσεγγίσεων του αγγειοπλάστη: αρχικά, η τέχνη του είναι αμιγώς εμπορική, στη συνέχεια είναι αυτάρεσκα εξεζητημένη, ενώ στο φινάλε προσπαθεί να αγγίξει μια βαθύτερη ουσία. Συγχρόνως, ένας πασιφιστικός παιάνας που ξεμπροστιάζει τον βαθύτατα ριζωμένο (και καταστροφικό, όπως αποδείχθηκε) ιαπωνικό μιλιταρισμό, αλλά και μια στεντόρεια φεμινιστική διακήρυξη για μια κουλτούρα που εργαλειοποιεί δίχως αιδώ τις γυναίκες. Συμπερασματικά και αυτοδίκαια, το Ugetsu στέκει ακόμη και σήμερα, 70 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, αγέρωχο και σαρωτικό, πλήρες νοημάτων και προικισμένο με μια εκθαμβωτική ομορφιά.

Παρεμπιπτόντως, ο Μιζογκούτσι εξοργίστηκε με την εταιρεία παραγωγής, διότι είχε οραματιστεί ένα πολύ πιο σκληρό και αμείλικτο φινάλε, το οποίο αναγκάστηκε να αλλάξει ύστερα από επίμονες απαιτήσεις των παραγωγών. Τέλος, ας μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε πως το Ουγκέτσου Μονογκατάρι ενέπνευσε  με μάλλον περιπαικτική διάθεση τον Τζίμη Πανούση, ο οποίος βάφτισε με αυτόν τον τίτλο το πέμπτο τραγούδι της πρώτης κασέτας που κυκλοφόρησαν οι Μουσικές Ταξιαρχίες, το 1980.

Πάρτε και λίγο Τζίμη Πανούση:




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑