Ευδοκία (1971)

Σκηνοθεσία: Αλέξης Δαμιανός

Παίζουν: Γιώργος Κουτούζης, Μαρία Βασιλείου

Διάρκεια: 92′

Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η δεύτερη ταινία του Αλέξη Δαμιανού ξεκινάει περίπου από εκεί που μας έχει αφήσει η προηγούμενη. Στην τελευταία σκηνή του σπαρακτικού Μέχρι το πλοίο (1966), τα βουνά εξαφανίζονται στον ορίζοντα καθώς το πλοίο ξεμακραίνει από την ακτή, σαλπάροντας για το άγνωστο και μία νέα πατρίδα. Στην Ευδοκία, σε μια αντίστροφη διαδρομή, μεταφερόμαστε σε ένα λαϊκό καρνάγιο όπου ο χρόνος μοιάζει ασάλευτος. Κοινός τόπος ανάμεσα στις δύο σκηνές, όπως εκφράζεται μέσα από το δίπολο ξεριζωμός-παλιννόστηση, είναι η βίαιη αποκοπή του ανθρώπου από τη γενέθλια γη και την ψυχική καταγωγή. Ο Δαμιανός σκιαγραφεί μια χώρα που φυλλορροεί και αιμορραγεί, που στερεύει μέρα με τη μέρα από ελπίδα, νόημα και μέλλον.

Το πρώτο στοιχείο που προσέχει κανείς στην Ευδοκία είναι το εκτυφλωτικό και απόκοσμο φως, λες και ο ήλιος ποζάρει για τον φακό του Δαμιανού. Ένας φως τόσο λαμπερό που καταντά βρόμικο, που κατακαίει τους ανθρώπους, τα φτωχικά χαμόσπιτα, τα ξεθωριασμένα καράβια. Στο σινεμά του Δαμιανού, το φως είναι συστατικό στοιχείο ενός κόσμου που ζει μέσα στα αρχέτυπα και τους μύθους. Σε αυτή τη λησμονημένη γωνιά του κόσμου, με τους τσακισμένους ανθρώπους, η ύβρις, η συντριβή και η τιμωρία κάνουν διπλοβάρδιες.

Το πανοραμικό πλάνο της εισαγωγής προσγειώνεται στο καθάριο πρόσωπο και στο βροντερό γέλιο της Ευδοκίας, η οποία φέρεται, κινείται, μιλά και αναπνέει σαν πρωτόπλαστη, θαρρείς κουβαλώντας το ετυμολογικό βάρος του ονόματός της. Η Ευδοκία δονείται από μια ανίκητη δίψα για ζωή που δεν μπορεί να ταιριάξει με την κακία και τη μικροπρέπεια του κόσμου που την περιβάλλει, προσμένοντας μάταια μια ευτυχία που δεν θα έρθει ποτέ. Όπως προείπαμε, οι ταινίες του Δαμιανού μοιάζουν με αρχαίες τραγωδίες σε μικρογραφία. Οι προφητείες και οι χρησμοί μπερδεύουν, παραπλανούν, εξαπατούν τους πλανεμένους γενναίους που τόλμησαν να βαδίσουν κόντρα στο ριζικό τους.

Ο Γιώργος Κουτούζης και η Μαρία Βασιλείου (οι απίθανες ιστορίες τους στην αληθινή ζωή συνέβαλαν στον διαχρονικό μύθο της ταινίας) είναι η Πόρνη και ο Λοχίας, σε μια παραβολή που ξαφνικά μοιάζει τόσο παλιά όσο και ο χρόνος. Δύο νόθα παιδιά του Οιδίποδα και της Αντιγόνης, του Ορέστη και της Ηλέκτρας, που βαδίζουν τρέχοντας προς μια μοίρα αναπόδραστη. Ολόγυρά τους υψώνεται ένα τσιμεντένιο δάσος από παραπήγματα, μπετά, μπάζα, γκρέμια, μια κανονική ανθρώπινη χωματερη. Εδώ πέρα, το μίσος θρέφεται σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, επιμένει και κολλάει σαν τη σκουριά, δεν συγχωρεί και δεν ξεχνά ποτέ.

Ο έρωτας που βιώνουν ο Λοχίας και η Πόρνη δεν είναι τρυφερός ή εξιδανικευμένος. Ο έρωτάς τους είναι πάλη και αγώνας, είναι μάχη μέχρις εσχάτων. Διόλου τυχαία, λοιπόν, μεταμορφώνεται σε μια παγανιστική κραυγή που καταργεί τις λέξεις. Τα δυο παθιασμένα αγρίμια κινούνται στην περιοχή του άρρητου: επικοινωνούν με σώματα που τραντάζονται, με άγρια βλέμματα και σιωπές, με τρελά γέλια, με πνιχτές φωνές και γρυλίσματα.

Δεν είναι συμπτωματικό άλλωστε ότι γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν μέσα από έναν τελετουργικό και μυσταγωγικό χορό. Έχοντας τρυπώσει σε αυτό το ά-λογο βασίλειο, έχοντας ήδη αρνηθεί τη γλώσσα και τους κανόνες που επιβάλλει, ορθώνουν ανάστημα σε κάθε ψεύτικη ηθική και εξουσία. Ο Λοχίας και η Πόρνη φοράνε την τρέλα στα μάτια, καταπίνουν γυαλιά, γίνονται σύμβολα και αερικά, γίνονται ήλιος, αέρας και θάλασσα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑