Α Woman Under the Influence (1974)

Σκηνοθεσία: Τζον Κασσαβέτης

Παίζουν: Τζίνα Ρόουλαντς, Πίτερ Φολκ

Διάρκεια: 155’

Οι ταινίες του Κασαβέτη δίνουν πάντα την εντύπωση πως διαδραματίζονται σε μια in medias res συνθήκη: λες και δεν προλάβαμε για λίγο αυτό που μόλις έχει ειπωθεί, λες και τα στόρια θα κατέβουν ακριβώς τη στιγμή που γινόμαστε κομμάτι του σκηνικού. Και από το πρώτο κιόλας πλάνο φροντίζουν να σε αρπάξουν από τον γιακά, ξεδιπλώνοντας με φωνές, χειρονομίες και σύγχυση ένα έργο που εκτυλίσσεται δίχως διάλειμμα. Χωρίς να μας έχει προσκαλέσει κάποιος, εμείς απλώς παραμερίζουμε την κουρτίνα και βυθιζόμαστε σε μια παράσταση που δεν ενοχλείται καθόλου από την παρουσία μας: τα πάντα συνεχίζονται με τον ίδιο ακανόνιστο, συγκεχυμένο και αντιφατικό τρόπο και ρυθμό, καταλήγοντας σιγά σιγά να μας καταπιούν. Είναι, θα έλεγε κανείς, η δίνη της ζωής.

H Μέιμπελ (Τζένα Ρόουλαντς), σύζυγος του οικοδόμου Νικ (Πίτερ Φολκ) και μητέρα τριών παιδιών, δεν βαστά καλά στα πόδια της και το μυαλό της λοξοκοιτάζει προς τον εύκολο πειρασμό της τρέλας. Η Μέιμπελ, ανθρώπινο ερείπιο και αεικίνητος σίφουνας την ίδια στιγμή (η ερμηνεία της Ρόουλαντς σε βάζει ακριβώς στο μάτι του κυκλώνα, όπου επικρατεί μια αλλόκοσμη ηρεμία ενώ ολόγυρα μαίνεται η θύελλα), βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο με τον εαυτό της. Το πεδίο μάχης δεν είναι άλλο από το σπιτικό της, με τη συζυγική ευτυχία και τη μητρότητα να ναρκοθετούν κάθε της βήμα. Στην πραγματικότητα, η Μέιμπελ έχει πέσει στην πιο προφανή και απλοϊκή παγίδα της καθημερινότητας: την ανεκπλήρωτη υπόσχεση για το πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα, την απορία και το σοκ για το πώς γινόμαστε φιλοξενούμενοι στην ίδια μας τη ζωή.

Φυσικά, θα ήταν λάθος να υποθέσει κανείς πως η Μέιμπελ δεν αγαπά τον σύζυγο ή τα παιδιά της – το κάθε άλλο, τους λατρεύει με όλη της την ψυχή, γεγονός που την οδηγεί στην πιο πικρή αμφιβολία και απομάγευση. Σε αυτήν την οικογενειακή εστία, που δεν θυμίζει σε τίποτα καταφύγιο, έχει εξαφανιστεί προ πολλού η οποιαδήποτε υπόνοια ιδιωτικότητας. Το σπίτι της Μέιμπελ και του Νικ είναι ένα κέντρο διερχομένων, μονίμως μποτιλιαρισμένο και πολύβουο από φίλους, γνωστούς, συγγενείς, συναδέλφους, περαστικούς. Κάθε μέρα που περνά, η Μέιμπελ χαρίζει κι ένα κομμάτι από τον εαυτό της σε όσους την περιβάλλουν, καταλήγοντας ένα φάντασμα του εαυτού της.

Στις σποραδικές στιγμές νηνεμίας του ανδρόγυνου, μπορείς να αφουγκραστείς τις απαρχές του έρωτα, σχεδόν στην ατόφια τους μορφή. Σε ένα γνώριμο κασαβετικό μοτίβο, η Μέιμπελ και ο Νικ καταφεύγουν στους ιερούς τόπους του ά-λογου και του άρρητου για να βρουν παρηγοριά, σε έναν σωτήριο παλιμπαιδισμό. Σε μια από τις πιο διάσημες σκηνές-ατάκες της ταινίας, η Μέιμπελ ζητά από τα παιδιά της να της υποσχεθούν ότι δεν πρόκειται να μεγαλώσουν ποτέ. Διόλου τυχαία, στο συγκεκριμένο στιγμιότυπο, η ίδια είναι ντυμένη σαν μεσήλικο κοριτσούπουλο. Σε αυτό το μπερδεμένο και άναρχο σύμπαν, η παιδιάστικη συμπεριφορά είναι θλιβερό και θλιμμένο προνόμιο της ενήλικης ζωής, ενώ η παιδικότητα –εξ ορισμού απαλλαγμένη από τη νοσταλγία, τη δομή, τις προσδοκίες και το βάρος του χρόνου– είναι η μόνη αληθινή οδός επικοινωνίας και επαφής.

Η Μέιμπελ, όμως, δεν αντέχει να συνυπάρχει με τον εαυτό της. Ουρλιάζει και ωρύεται να κάνουν άπαντες ησυχία, χωρίς να αντιλαμβάνεται πως η ίδια είναι ένας κινούμενος θόρυβος. Αναζητεί μάταιη ηρεμία στο αλκοόλ, τον καπνό και τα χάπια, επινοεί διαλόγους με αόρατους συνομιλητές, γουρλώνει τα μάτια λες και αντίκρισε νεκρούς να περπατάνε στους διαδρόμους του σπιτιού. Κατά βάθος, βρίσκεται κάτω από την καταστροφική επήρεια (για να ανατρέξουμε και στον πρωτότυπο αγγλικό τίτλο) της υπερπροσπάθειας: παλεύει με μανία να γίνει αρεστή, να επιτελέσει το καθήκον της, να επωμιστεί με επιτυχία τους προκαθορισμένους ρόλους, να κάνει όλους τους υπόλοιπους χαρούμενους, να πείσει τον εαυτό της πως η ευτυχία δεν είναι μια φενάκη του μυαλού. Ακόμη και οι προτροπές προς τα παιδιά της (σε σύμπνοια με τη σκηνή που αναφέραμε λίγο πιο πάνω), αντί να αναλώνονται σε νουθεσίες για κοσμιότητα και καθωσπρέπει συμπεριφορά, μοιάζουν περισσότερο με ιαχές που καλούν σε παιχνίδι, ποδοβολητό, λαχάνιασμα, τρέξιμο και χαρωπές φωνές, σαν μια στρεβλωμένη και αντίρροπη εκδοχή του μητρικού angst.

Το A Woman Under the Influence έχει το τέμπο, το ύφος, το στιλ και την κατάστρωση ενός οιστριονικού αυτοσχεδιασμού, στην πραγματικότητα όμως είναι γραμμένο και προβαρισμένο στη νιοστή στο πλατό της ζωής (αναλογιστείτε πως η μητέρα του Κασαβέτη και η μητέρα της Ρόουλαντς υποδύονται τις δύο συμπεθέρες στην ταινία). Υπό μία έννοια, μάλιστα, έρχεται να κουμπώσει με τις τρεις ταινίες που είχαν προηγηθεί στην κασαβετική φιλμογραφία, σχηματίζοντας μια άτυπη τετραλογία: από τον γάμο που τρεκλίζει και συνθλίβεται από το δικό του βάρος (Faces, 1968) περνάμε στη σπαρακτική κατάρρευση των ανδρικών φαντασιώσεων-ψευδαισθήσεων (Husbands, 1970), από εκεί μεταφερόμαστε στην αναλαμπή μιας ύστερης ερωτικής σπίθας που αναζητά κι αυτή τον δρόμο προς τη συνθηκολόγηση (Minnie and Moskowitz, 1971), για να καταλήξουμε σε μια ατόφια, καθάρια και συγκινητική γυναικεία εξομολόγηση (όσο και να μην του φαίνεται σε πρώτη ανάγνωση, ο ελληνικός τίτλος της ταινίας χτυπάει διάνα).

Ρίχνοντας ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά, αντιλαμβανόμαστε πως η απορρύθμιση και ο αποπροσανατολισμός δεν είναι αποκλειστικότητα της Μέιμπελ. Ενόσω η ίδια νοσηλεύεται, βλέπουμε τον Νικ να καταρρέει και να παραφέρεται (ίσως και με πιο βλαπτικό τρόπο για τα παιδιά του σε σύγκριση με την «άρρωστη» Μέιμπελ). Η μόνη διαφορά μεταξύ τους είναι πως εκείνος έχει φροντίσει να καμουφλάρει την ετοιμόρροπη κατάστασή του με ένα προσωπείο εύθραυστης αρρενωπότητας.

Με το που πάρει εξιτήριο, η Μέιμπελ θα αναλάβει τα παντοτινά της καθήκοντα ως μαέστρος ενός φάλτσου σπιτικού. Παρότι τα πρώτα σημάδια δείχνουν ενθαρρυντικά, δεν γνωρίζουμε αν έχει θεραπευτεί ολικώς ή μερικώς. Η επιστροφή της όμως και η ανακατάληψη ενός γιγαντιαίου συναισθηματικού χώρου που είχε μείνει κενός και ορφανός είναι αρκετή για να προσφέρει κύματα ανακούφισης στους δικούς της ανθρώπους. Στο παλλόμενο σύμπαν του Κασαβέτη, ο μεγάλος καημός της ζωής εντοπίζεται (και) στη βασανιστική της ιδιότητα να είναι συνεχόμενη, χωρίς διαλείμματα για ξεκούραση και ανάκτηση δυνάμεων. Σχεδόν αναμενόμενα, λοιπόν, οι κασαβετικοί ήρωες τρέμουν τη βουβαμάρα και την περισυλλογή, θαρρείς και η στιγμιαία ακινησία είναι συνώνυμη ενός πρώιμου θανάτου.

Και όλες τους οι φωνές, οι χειρονομίες, οι γκριμάτσες και τα καμώματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά κραυγές αγάπης και μοναξιάς. Κι επειδή δεν είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι στο σπορ της επαφής, πασχίζουν να αναπληρώσουν μέσα από την εξαντλητική προπόνηση, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται πάντα κατάκοποι και αποκαμωμένοι στον κρίσιμο αγώνα. Ωστόσο, ένα είναι σίγουρο. Κανείς δεν μπορεί να τους κατηγορήσει ότι δεν προσπάθησαν αρκετά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑