Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998)

Σκηνοθεσία: Σταύρος Τσιώλης

Παίζουν: Γιάννης Ζουγανέλης, Αργύρης Μπακιρτζής, Σάκης Μπουλάς

Διάρκεια: 83′ 

1998, κινηματογράφος «Μακεδονικόν» στη Θεσσαλονίκη, απογευματινή προβολή, διακοπές Χριστουγέννων για τους μαθητές, χειμωνιάτικη παγωνιά έξω από την αίθουσα. Ο τότε 15χρονος εαυτός μου και οι υπόλοιποι θεατές δεν θα μπορούσαν με τίποτα να φανταστούν ότι η ταινία που παρακολουθούσαν θα γινόταν σταδιακά αντικείμενο λατρείας, αγγίζοντας τα όρια του cult-pop icon. Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο, άλλωστε, καθότι η συγκεκριμένη ταινία σατίριζε μια νοοτροπία, ένα συμπεριφορικό μοτίβο κι έναν τρόπο ζωής που εκείνη την εποχή δεν αποτελούσαν, ούτε κατά διάνοια, αντικείμενο (αυτό)σαρκασμού και παρώδησης. Διότι οι τρεις βασικοί χαρακτήρες εκείνης της ταινίας μπορούσαν τότε να εκληφθούν μονάχα ως κωμικές καρικατούρες και όχι ως (παραμορφωτικοί) καθρέφτες για μια ολόκληρη εποχή.

Το Ας περιμένουν οι γυναίκες, άτυπη συνέχεια του Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε  (1992), ήρθε να σφραγίσει τη δεύτερη περίοδο στο έργο του Σταύρου Τσιώλη, ο οποίος δεν προσγειώθηκε σαν μετεωρίτης στο ελληνικό σινεμά. Αντιθέτως, είχε διαγράψει μακρά πορεία ως βοηθός σκηνοθέτη σε αμέτρητες ταινίες της Φίνος Φιλμ, ενώ οι πρώτες 4 ταινίες του από την καρέκλα του σκηνοθέτη -μεταξύ 1969 και 1971- κινήθηκαν ανάμεσα στο φιλμ νουάρ και το μελόδραμα. Ύστερα από μια 14ετή απουσία από το σινεμά, ο Τσιώλης επιστρέφει το 1985 με το Μια τόσο μακρινή απουσία (διόλου τυχαίος φυσικά ο τίτλος) και ξεκινά να καλλιεργεί αυτό το sui generis ύφος, το οποίο αποκρυσταλλώνεται για πρώτη φορά στο μαγευτικό Έρωτας στη χουρμαδιά (1990).

Το 1998, ο Χρήστος Βακαλόπουλος, με τον οποίο ο Τσιώλης είχε συνεργαστεί τόσο στο σενάριο όσο και στη σκηνοθεσία στο Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε, μπορεί να μην βρίσκεται πια στη ζωή (έφυγε χτυπημένος από καρκίνο του πνεύμονα, το 1993, σε ηλικία μόλις 37 ετών), αλλά η περιπαικτική και διεισδυτική ειρωνεία του είναι πανταχού παρούσα. Εξάλλου, η αρχική σπίθα για το σενάριο της ταινίας είχε προκύψει από ένα ταξίδι του Τσιώλη με τον Βακαλόπουλο στην Καβάλα, με αρχικό τίτλο (που τελικά απορρίφθηκε) «Το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης». Ο Τσιώλης κι ο Βακαλόπουλος αναζητούσαν με πάθος την «ελληνικότητα» στον κινηματογράφο, σε μια διαδρομή αντίστροφη από εκείνη του Αλέξη Δαμιανού. Αντί να ψαχουλεύουν τις αρχέγονες δυνάμεις που έχουν σημάνει υποχώρηση και τα ταπεινωμένα ένστικτα που βρίσκονται σε καταστολή, αφουγκράζονται τους ψιθύρους που αφήνει πίσω της η υπόγεια μετάλλαξη. Και στέκονται γλυκά και μεγαλόψυχα απέναντι στις αφανέρωτες μικροπρέπειες, στα ατελείωτα ανείπωτα, στο παραλήρημα από ανομολόγητες επιθυμίες.

Οι τρεις μπατζανάκηδες είναι σχεδόν ελέω θεού προσκολλημένοι σε μια συντροφικότητα (που περιέχει, φυσικά, και ψήγματα ανταγωνισμού) και μια ακλόνητη οικειότητα, οι οποίες απορρέουν από έναν συγγενικό δεσμό (το ότι παντρεύτηκαν 3 αδερφές) που υποδηλώνει το αχανές βεληνεκές της ελληνικής οικογένειας. Με άλλα λόγια, το ελληνικό σόι φτιάχνει δεσμούς αιώνιους, ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν. Και βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πιο διαχρονικό και αδιαπραγμάτευτο ελληνικό ψυχαναγκασμό: τις πατενταρισμένες καλοκαιρινές διακοπές στο ίδιο μέρος, με τους ίδιους ανθρώπους, την ίδια (ανύπαρκτη) διασκέδαση, με απαρτία από συγγενολόι, γείτονες και παρατρεχάμενους, σε ένα υποτιθέμενο ξέσκασμα που κουβαλά μέσα του όλη τη φθορά και τη ναφθαλίνη της καθημερινότητας.

Ωστόσο, το Ας περιμένουν οι γυναίκες σε προϊδεάζει ευθύς εξαρχής, μέσα από μια υπέροχη τελετουργική χαιρετούρα στα παλιά σιδεράδικα της Θεσσαλονίκης (που περνά λίγο στα ψιλά επειδή η ατάκα πάει σύννεφο στη συνέχεια), για την είσοδό του σε μια άλλη διάσταση: σε μια φαντασιακή φυγή, την οποία θαρρείς ονειρεύτηκαν οι τρεις ήρωες παρά την έζησαν στ’ αλήθεια. Εστώ και για λίγο, ο χρόνος, η ρουτίνα, η ζωή που είναι αβάσταχτα συνεχόμενη και χωρίς διαλείμματα για ανασυγκρότηση, θα φτιάξουν μια μικρή εσοχή όπου κουμάντο θα κάνουν το παράλογο, ο σαρκασμός, το παραμύθι, ο αυτοσχεδιασμός και το απρόβλεπτο. Εστώ και για λίγο, η πραγματικότητα γίνεται αερόστατο που ξεφορτώνεται τα βαρίδια και τα σακιά για να πετάξει κάπου αλλού. Ακόμη και αν αυτό το αλλού είναι μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά.

Οι τρεις ήρωες της ταινίας δεν αποφασίζουν ποτέ να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους και να διαγράψουν μονοκονδυλιά την άχαρη ζωή τους. Αντιθέτως, προχωρούν λίγο-λίγο, ένα βήμα τη φορά, όσο τους παίρνει για να ξεμακρύνουν. Αναβάλλουν το αναπόφευκτο, τυραννούν τον χρόνο, κάνουν κύκλους γύρω από  τον εαυτό τους, παρακάμπτουν το προδιαγεγραμμένο. Ο καθένας από αυτούς, εξάλλου, αντανακλά και μια διαφορετική πτυχή απο τον εξατομικευμένο και τον συλλογικό ψυχισμό της εποχής. Η αγκυροβολημένη ζοχάδα στα χείλη και στο πρόσωπο, η κατά φαντασία αδικία και στέρηση μεγαλείων που αξίζει για αδιευκρίνιστους λόγους, o ανενδοίαστος φιλοτομαρισμός μικρής κλίμακας, η λαχτάρα για μια διαφορετική ζωή που είναι σίγουρα κάπου στα πέριξ, αλλά ποτέ σε απόσταση βολής (Ζουγανέλης). Η ατολμία μπροστά σε όλους τους άγραφους νόμους και τις εθιμοτυπικές παραδόσεις, το βόλεμα με τα λίγα και καλά, η αποδοχή του δεύτερου ρόλου στην παρέα και στη ζωή (Μπακιρτζής). Η ξύλινη γλώσσα που πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες, η τυφλή κομματική στράτευση, ο υποδόριος νεοπλουτισμός, η διανοουμενίστικη αυταρέσκεια  (Μπουλάς).

Στο κλίμα αυτό, η κάθε υποψία βαθύτερης συζήτησης, όπως μια απλή κουβέντα για την πολιτική, μοιάζει με σκόπιμη φάρσα απέναντι στη ματαιότητα της ζωής και στο βάρος του χρόνου που περνά. Στο σύμπαν του Ας περιμένουν οι γυναίκες, η μόνη εφήμερη λύτρωση είναι η πρόσκαιρη άφεση στον έρωτα, ο οποίος απεικονίζεται πάντοτε ως κάτι το φευγαλέο, απόκοσμο και αλαφροΐσκιωτο, έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο της συνήθειας. Μια ολοκληρωτική άφεση, που καταργεί κάθε λογική, που διαστέλλει τη στιγμή και μετατρέπει τη ζωή σε περιπετειώδες παιχνίδι.

Οι ήρωές μας διεκδικούν το ύστατο δικαίωμά τους, αυτό στην καψούρα και την ερωτική παραζάλη. Όπως μας πληροφορεί όμως και η διασημότερη ίσως ατάκα της ταινίας, η λαχτάρα αυτή αποτελεί αμάρτημα ασυγχώρητο. Μια παρέκκλιση καταδικαστέα από μια κοινωνία που δεν έχει κανένα πρόβλημα με την ερωτική εκδούλευση (όπως αυτή που προσφέρει η νεαρή τραγουδίστρια στον αφράτο κοτζαμπάση), αλλά εξεγείρεται όταν δύο σιτεμένοι κακομοίρηδες χάσουν τη γη κάτω από τα πόδια τους για ένα όμορφο κορίτσι. Κι όμως, ο Τσιώλης επιφυλάσσει την πιο όμορφη ανεπαρκή ανταμοιβή: έναν γλυκόπικρο θρίαμβο ανδρικού γοήτρου, παρέα με ένα ατέρμονο παράπονο, μέσα από ένα νυχτερινό τραγούδι που στέκει πάνω από τους ανθρώπους και κανακεύει τους καημούς. Γιατί να μην μπω μπροστά να σε κρατήσω / στην πόρτα να σταθώ, να σ’ εμποδίσω.

Ο Τσιώλης πλάθει μια ταινία που εκπέμπει μια ακαταμάχητη εγγύτητα, σαν μια απίθανη ιστορία που δεν θυμάσαι αν τη διηγήθηκες ο ίδιος ή την άκουσες από κάποιον άλλο, μια ιστορία που υπήρχε από πριν, αλλά τη βιώνεις μέσα σου εδώ και τώρα. Και αποφεύγει -τόσο δοτικά- να προσγειώσει τους ήρωές του ή να γίνει συγκαταβατικός μαζί τους.  Αυτό που τους προσφέρει τελικά, ως ύψιστο προνόμιο, είναι μια μικρή καθυστέρηση, μια τελευταία παράκαμψη που θα κρύψει από αυτούς και από εμάς τη συνθηκολόγηση που έχει ήδη δρομολογηθεί. Δεν θα δούμε ποτέ τους τρεις μπατζανάκηδες να φτάνουν στον προορισμό τους και να επιστρέφουν στη ρουτίνα. Υπάρχει ακόμη ένα τελευταίο «περίμενε», ένα λίγο ακόμη, μια στερνή στάση. Για να φάνε ελαφρά. Για να κοιμηθούν τρεις ωρίτσες και να κάνουν ένα μπανάκι. Και μόλις πέσει ο ήλιος και δροσίσει, θα ξεκινήσουν για τις οικογένειές τους.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑