Festivals 59o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: το κυπριακό ζήτημα

13 Νοεμβρίου 2018 |

0

59o Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: το κυπριακό ζήτημα

Το “Ακίνητο ποτάμι” υπήρξε, πέρα από καλύτερη ταινία, ο ιδανικός τίτλος για να χαρακτηριστεί η διαδρομή του ελληνικού σινεμά. Πράγματι, παρά τη φαινομενική ακινησία του, ο ελληνικός κινηματογράφος συνεχίζει -έστω υπόγεια- να πορεύεται σταθερά, τουλάχιστον σε επίπεδο εικόνας (φωτογραφία, μοντάζ, ήχοι κτλ.) μπροστά. Σαν ένα ποτάμι, που προφανώς και δεν γυρίζει πίσω… Τα προβλήματα του σινεμά στον ελλαδικό χώρο είναι συνήθως, με τη φωτεινή εξαίρεση του φιλμ του Φραντζή, αλλά και λίγων ακόμα στα οποία θα αναφερθούμε σε επόμενα κείμενα, σεναριακά.

Προβλήματα, δηλαδή, περιεχομένου, δευτέρου επιπέδου ανάγνωσης και μηνυμάτων. Αυτό δεν ισχύει για τις κυπριακές ταινίες, που πέρσι με τη “Ρόζμαρι” έσωσαν την τιμή του ελληνόφωνου σινεμά και φέτος ενισχύουν κι άλλο τη θέση τους. Δύο από τις συμμετοχές από τη Μεγαλόνησο, αναφέρονται ξεκάθαρα στο καυτό κυπριακό ζήτημα. Πρόκειται για το “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ” του Μάριου Πιπερίδη και την “Κιμμέρια” του Σάιμον Φαρμακά.

Σαφώς καλύτερη από τις δύο ταινίες είναι εκείνη του Πιπερίδη, που -μέσα από το κωμικό στοιχείο της- είναι και εξόχως ψυχαγωγική. Στο εξαιρετικό αποτέλεσμα βοηθά τα μάλα ερμηνευτικά ο καταπληκτικός Αδάμ Μπουσδούκος, που γνωρίσαμε από τον Φατίχ Ακίν. Ο θεατής πίνει σαν γάργαρο νεράκι το “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ”, το απολαμβάνει, φεύγει με ευφορία από την αίθουσα, αλλά παίρνει και ερεθίσματα για να σκεφτεί κατόπιν και λίγο πιο πέρα από το προφανές.

Μέσα από την ιστορία ενός συμπαθέστατου σκυλάκου, που μπαινοβγαίνει από την ελεύθερη Κύπρο στα κατεχόμενα κι αντίστροφα, ο Μάριος Πιπερίδης (που υπογράφει και το σενάριο) μιλά για τα όρια. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να περνούν πια ακόμα και χωρίς έλεγχο οι άνθρωποι από το ένα μέρος του νησιού στο άλλο, αλλά να απαγορεύεται η αντίστοιχη διέλευση των μη αδέσποτων ζώων ένθεν κακείθεν. Απαιτείται να υπάρχει ΔΕΣΠΟΤΗΣ στο νησί…

Πράσινες ή κόκκινες γραμμές χαράζονται ως γεωγραφικά σύνορα, αλλά σημαδεύουν ακόμα και τις σχέσεις των ατόμων. Γραμμές που όποιος τις περνά καίγεται. Αν και το μαγαζί που βρίσκεται πλησίον του σπιτιού του ήρωά μας, “φωνάζει” με το όνομά του (“No borders”) ενάντια στo σκηνικό των επιβληθέντων συνόρων, η κατάσταση έχει πια παγιωθεί. Αυτό λειτουργεί καταλυτικά, όσο κι αν δεν το επιδιώκει κανείς, και στις σχέσεις Ελληνοκυπρίων – Τουρκοκυπρίων.

Το πρόβλημα του εποικισμού, 44 χρόνια μετά την εισβολή, ξεκάθαρα είναι δυσεπίλυτο. Σαφέστατα κάποιοι ήρθαν και οικειοποιήθηκαν σπίτια και αγαθά που δεν τους ανήκαν. Όμως, είναι πολλά τα χρόνια. Και υπάρχει πια και επόμενη γενιά, τα παιδιά των εποίκων. Αυτοί που μπορεί να κουβαλούν ενίοτε το χαρακτήρα και τις όχι ιδιαίτερα φιλικές απόψεις των γονιών τους, αλλά δεν αποκλείεται και να μη θέλουν να έχουν καμία σχέση με όσα έκαναν οι πρόγονοί τους. Οι ίδιοι, ωστόσο, είναι απάτριδες, γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε μια ιδιοκτησία που δεν τους ανήκει, χωρίς εθνική ταυτότητα, μια που δεν λογίζονται ως Κύπριοι, αλλά δεν τους δίνεται και η ταυτότητα του Τούρκου, μια που πρέπει να μένουν εσαεί “αιχμάλωτοι” στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, ώστε να μην αλλάξουν προς το χείρον για την Τουρκία τα πληθυσμιακά δεδομένα.

Αυτά τα καταθέτει ευθαρσώς το “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ”, που καταλήγει παρά ταύτα σε ένα γλυκύτατο happy end. Όμως, τι σημαίνει αυτό το αίσθημα αγαλλίασης που πλημμυρίζει το θεατή, όταν ο μπαγάσας ο Χέντριξ καταφέρνει με τη μουσούδα του να γλυτώσει από όλα τα δεινά; “Ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα”, με το όμορφο σκυλάκι να γυρνά πίσω, τον Τουρκοκύπριο να αντιλαμβάνεται ότι είναι προτιμότερο να μην αφήσει τη φαμίλια του ρισκάροντας το διαφορετικό, τον Τούρκο να εξυπηρετείται από τη μη μεταβολή του τραγέλαφου όπου βγάζει το βιός του, τον Ελληνο(Λαζο)Κύπριο να μένει να φυλά τις Θερμοπύλες του… Δηλαδή αυτό που αποκαλούμε εντέλει happy end, δεν είναι άλλο από το “κάλλιο πέντε και στο χέρι” (διατήρηση των όποιων κεκτημένων) παρά “δέκα και καρτέρει” (απόπειρα αλλαγών).

Πολιτικότατο φιλμ, που στο φινάλε του, εξηγεί και πολλά για την αποτυχία σχεδίων τύπου “Κόφι Ανάν”!

Αρκετά μέτρα πίσω από το “Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ” τερματίζει και η “Κιμμέρια”. Ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης της, ο Σάιμον Φαρμακάς, παίζει επίσης με το κωμικό στοιχείο. Ουσιαστικά χωρίζει την ταινία του σε δύο μέρη, το πρώτο με τη μορφή φάρσας και ηθογραφίας τύπου παλιού ελληνικού κινηματογράφου, το δεύτερο πιο περιπετειώδες, αλλά και -εσκεμμένα- πικρό στην καταληκτική γεύση.

Ένα Αγνώστου Ταυτότητος Ιπτάμενο Αντικείμενο προσγειώνεται κοντά σε ένα μικρό γαλατικό (κυπριακό, δηλαδή!) χωριό, εκεί στα όρια Βορρά – Νότου στο νησί. Αυτό το UFO φαίνεται σε όλους τόσο πολύτιμο, που πέφτουν με τα μούτρα στη μάχη απόκτησής του. Τόσο ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου, ένας πτωχός πλην τίμιος Ελληνοκύπριος όσο και ο διεφθαρμένος τοπικός άρχων, η κυβέρνηση της Κύπρου, οι γείτονες Τούρκοι, οι παραδοσιακά ανακατωμένοι Βρετανοί, οι πανταχού παρόντες και τα πάντα πληρώντες Αμερικανοί ξεκινούν δι’ ασήμαντον αφορμήν έναν πόλεμο!

Ένας τόπος, λοιπόν, που όλοι θέλουν να ελέγχουν, φτάνει κατ’ αυτόν τον τόπο στο χάος, σε μια σκηνή που παρωδεί (τρολάρει, για να το πούμε μοδάτα) τα γκαγκστερικά φιλμ, θυμίζοντας ακόμα – ακόμα και το “Φίλησέ με μέχρι θανάτου” του Ρόμπερτ Όλντριτς. Τα όπλα εμφανίζονται κι εξαφανίζονται εν ριπή οφθαλμού, το κουτί της Πανδώρας (το δήθεν UFO) δεν πρέπει να ανοίξει, οι ξένες επεμβάσεις οφείλουν να συγκρατηθούν.

Όσο κι αν δεν της φαίνεται, η “Κιμμέρια” είναι κι αυτή μια πολύ πολιτική ταινία. Με σαφή προβλήματα στον προσανατολισμό του δημιουργού της, στην ισορροπία ανάμεσα στο γέλιο και στον προβληματισμό, σε εμπνεύσεις που αφορούν συγκεκριμένους ρόλους… σύμφωνοι. Αλλά, λέει κάτι και ο Φαρμακάς. Λέει για τον ήρωά του που ψάχνει την ταυτότητά του. “Τίνος είναι ρε γυναίκα τα παιδιά;” που τραγουδούσε κι ο αξέχαστος Λουκιανός Κηλαηδόνης.

Αυτή η αναζήτηση για το πού ανήκει ο πρωταγωνιστής μας, για το πού ανήκει στην ουσία όλος ο τόπος, θα τον φέρει στην παγωμένη Κιμμέρια, κάπου στον Αρκτικό Κύκλο. Κάπου στο πουθενά, δηλαδή, μια που το όνομα Κιμμέρια (πέρα από τη συμπαθή κωμόπολη της Ξάνθης!) σίγουρα είναι ένα φανταστικό εύρημα του δημιουργού, που παραπέμπει ταυτόχρονα στη Χειμερία Νάρκη, αλλά και στη Χίμαιρα. Στην ύπνωση και παράδοση άνευ όρων δηλαδή, αλλά και στην ουτοπία ότι υπάρχει ελευθερία. Γι’ αυτό και πρέπει να αναμετρηθεί κανείς με το παγερό παρελθόν του, ό,τι κι αν επιφέρει αυτό…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑