Festivals 44o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 2η (14/9)

15 Σεπτεμβρίου 2021 |

0

44o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 2η (14/9)

Μέρα 2η, Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου

Μετά την πλουσιοπάροχη πρώτη μέρα του εθνικού διαγωνιστικού προγράμματος, η δεύτερη ήρθε μάλλον να μας… προσγειώσει! Τι είδαμε, λοιπόν, χθες Τρίτη;

Στο αεροδρόμιο” του Μιχάλη Μαθιουδάκη βιώσαμε μια επιστροφή στο πολύ παλιό ελληνικό σινεμά. Ένα ελληνικό νησί, με αεροδρόμιο ξεχασμένο από το Θεό, είναι το φόντο της ιστορίας μας. Κανείς νέος δεν μένει εκεί, όλοι φεύγουν όποτε και όπως μπορούν, παραμένουν μόνο οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ή… οι νεκροθάφτες! Σ’ αυτήν τη λειψανδρία, αντιστέκεται ο ήρωάς μας, καλοσυνάτος και μοναχικός, αφοσιωμένος στη δική του έννοια του καθήκοντος. Είναι τόσο άβγαλτος, ώστε να μην αντιλαμβάνεται την ευδιάκριτη ερωτική επιθυμία και πρόσκληση που του απευθύνει ώριμη κυρία! Φυλάσσει τις δικές του Θερμοπύλες, αποτελώντας τον ένα και μοναδικό υπάλληλο που “τα κάνει όλα και συμφέρει” στο αεροδρόμιο. Με γραφή ξεπερασμένη, ίσως κάπως κοντά στις έσχατες κωμωδίες του Νίκου Ζαπατίνα, ο Μαθιουδάκης σκηνοθετεί μια old school και εκτός φεστιβαλικής λογικής δουλειά, μια φολκλορική ηθογραφία…

Η Αγγελική Παρδαλίδου, με το “Φλικ Φλοκ”, είναι επίσης σε κωμική κατεύθυνση. Οι συζυγικές καταστάσεις, οι απιστίες με ή χωρίς αξιοπρέπεια, τα μυστικά και ψέματα των ζευγαριών δίνουν την τροφή για προβλέψιμο γέλιο, προερχόμενο συχνά από εσκεμμένο υβρεολόγιο. Από τις “γλύκες” της αρχής σ’ εκείνες του τέλους, θα μεσολαβήσει το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου, ένα ακατάσχετο ξέσπασμα των δύο “αντιμαχόμενων” πλευρών. Όλες οι σχέσεις είναι τελικά… κολοκύθια; Η ανατροπή που επιφυλλάσσεται σεναριακά μοιάζει αφάνταστα επιτηδευμένη, αργεί υπερβολικά, δεν πείθει. Καταληκτικά το χάπι χρυσώνεται, αλλά η απορία μας μένει: “Φλικ φλοκ”, επειδή έτσι ακούγεται ο ήχος της… παντόφλας;

Apallou”, δηλαδή απ’ αλλού, από το υπερπέραν… Καλοδεχούμενη η ταινία του Νίκου Αυγουστίδη, ούσα σε τελείως άλλο μήκος κύματος από τις δύο προαναφερθείσες, κατατάσσεται στο είδος του φανταστικού. Με την ανατολή του ήλιου, τα ζωντανά του χωριού βιώνουν κάτι το μεταφυσικό, ίπτανται θυμίζοντάς μας τις γαλοπούλες στον “Καιρό των τσιγγάνων”. Ο νεαρός που καταφθάνει στο χωριό με τη βαλίτσα του και ο μυστηριώδης γέρος κάτω από το δέντρο της ζωής σχετίζονται. Είναι εγγονός και παππούς, μόνο που ο δεύτερος έχει πεθάνει προ πολλού κι επιστρέφει αφύσικα, μη συμβατά με την καθημερινότητά μας. Έκπληξη, δέος και φόβος επικρατούν στη μάζα, η οποία λιθοβολεί τον παρείσακτο ξένο, το αλλότριο, παρότι δεν της δίνει καμιά αφορμή, δεν αντιδρά, δεν την τρομοκρατεί με καμιά λέξη ή πράξη. Ο Αυγουστίδης δεν στέλνει στο χωριουδάκι ζόμπι μη χορτοφάγο, αλλά έναν αγαπησιάρη γέροντα, που ελπίζει απλά σε μια ένδειξη μνήμης και σεβασμού. Με το που θα τη βρει, μια αυγή αργότερα θα αναχωρήσει giallou. Θα αποσυρθεί ήσυχος, γιατί την ύστατη ώρα διαπίστωσε ότι επί γης υπάρχει έστω λίγη ανθρώπινη υπόσταση.

Ένα υβριδικό φιλμ, κάτι που δεν μπορεί να ονομαστεί ούτε μυθοπλασία ούτε ντοκιμαντέρ, είναι η “Luxenia” της Δήμητρας Κονδυλάτου. Έχοντας εμπειρίες από τη “βιομηχανία” του τουρισμού, τη βαριά βιομηχανία μας (!) δηλαδή, η σκηνοθέτιδα γνωρίζει πολύ καλά ότι όλα σ’ αυτήν κρέμονται από μια κλωστή. Μια ρεσεψιονίστ, μια καθαρίστρια, μια καμαριέρα: τρεις γυναίκες στη βάση της πυραμίδας είναι σε θέση να τη γκρεμίσουν με μια απρόσμενη κίνηση, με μια παραίτησή τους από τη διαρκή ρουτίνα. Υποτιθέμενες επιμορφώσεις “να ‘χαμε να λέγαμε”, φτιαχτές συμπεριφορές, πεταμένες τροφές, αποφάγια: η κρυφή κάμερα μπορεί να τα αποκαλύψει, η εικαστικής προέλευσης ματιά της Κονδυλάτου τα εκθέτει, ενώ αναρωτιέται: Πόσο ακόμα θα ανέχονται οι τελευταίοι τροχοί  να σέρνουν τις άμαξες των πλουσιοτέρων; Φιλμ που πειραματίζεται, ενδιαφέρον, δύσπεπτο…

Κλείνοντας τη δεύτερη μέρα, ο Γιώργος Τελτζίδης, με το “Souls all unaccompanied” θίγει το μείζον θέμα των μικρών προσφυγόπουλων, των ανήλικων μεταναστών. Οι ασυνόδευτες (unaccompanied) ψυχές τους φιλοξενούνται σε δομές, γίνονται περισσότερο ή λιγότερο ειλικρινείς προσπάθειες ένταξής τους, αλλά… Όπως σε κάθε αντίστοιχο  χώρο, δεν λείπουν οι μικροσυμμορίες, τα παραεμπόρια, όπου οι ισχυρότεροι επιβάλλουν το δίκιο τους, όπου το μεγάλο ψάρι εύκολα τρώει το μικρό. Παραφυλάνε και τα χειρότερα, ακόμα και η πορνεία, αφού η αρχή “εμείς τη δουλειά μας” κυριαρχεί. Μόνο αν κάποιος (κάποια στην περίπτωσή μας) έχει περάσει και από την άλλη μεριά, έχει νιώσει στο πετσί του/της τους κινδύνους θα τολμήσει να αντιπαρατεθεί. Και κάπως έτσι θα γεννηθεί πιθανά μια νέα φαμίλια, μια νέα “μάνα” κι ένας νέος “γιος”. Ο εξαιρετικός σεναριογράφος (“Γεννήτρια” και “Βούτα”) και σκηνοθέτης (“Φράγμα”) Τελτζίδης δεν φτάνει στο ύψος των προαναφερθεισών φιλμ, αλλά δεν πρέπει και να προσπεραστεί!




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑