Festivals 42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 4η

21 Σεπτεμβρίου 2019 |

0

42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 4η

Δεν είναι εύκολο να πεις ή να γράψεις κάτι για το φιλμ “Birds with no legs”, που σκηνοθετεί ο Παύλος Σταμάτης. Δεν είναι εύκολο γιατί μπλέκουν το σινεμά με το θέατρο, η ζωή με τη φαντασία, το παρελθόν με το παρόν, το έξυπνο σενάριο με το εξυπνακίστικο, το ελληνικό με το διεθνές. Ένα μπλέξιμο παντού, που λειτουργεί ως ένα βαθμό, αλλά καθίσταται προβληματικό σ’ έναν άλλο.

Οι δύο καλοί ηθοποιοί (με τον Λίο Γκρέγκορι να πατά σε κατά τι ψηλότερο σκαλί ερμηνείας) δίνουν χείρα βοηθείας για να ξεπεραστεί κάπως ο σκόπελος της ουσιαστικής ακινησίας της κάμερας. Οι αναζητήσεις για την έννοια του χαμένου χρόνου, αλλά και για το τι τελικά μπορεί να σημαδεύει τη ζωή του καθενός, τι δηλαδή μένει στη μνήμη απ’ όλα όσα πράττει ή βιώνει, έχουν ενδιαφέρον σε πρώτο στάδιο, αλλά εντέλει υποκύπτουν στην επιτήδευση. Το τελικό (εφ)εύρημα σηκώνει με τη σειρά του πολλή κουβέντα…

Μια γυναίκα ράβει. Διορθώνει κάποιο ελάττωμα ή δημιουργεί κάτι καινούριο από την αρχή. Η ίδια γυναίκα βλέπει στον καθρέφτη τον εαυτό της, υπό τους ήχους πολεμικών συγκρούσεων. Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος. Σ’ αυτόν, νέοι ή γέροι, άνδρες ή γυναίκες, λευκοί ή μαύροι αναμένουν στην ουρά για να ενταχθούν και να εντάξουν τους διαδόχους τους στη μάχη. Τους στρατιώτες που κυοφορούν, σε κάθε σημείο του σώματός τους. Είναι τέτοια η συνήθεια.

Στρατιωτάκια μαθαίνει να παίζει κάθε παιδί από μικρό, για να μπει στο πνεύμα του μελλοντικού του βίου. Αυτή η διαδικασία συμβαίνει 365 μέρες το χρόνο. Σαν μια δύναμη από ψηλά να το επιτάσσει… Η Ελληνίδα του κόσμου Έλια Καλογιάννη αποκαλύπτει με ιδιαίτερη γραφή ότι όλοι έχουμε μέσα μας έναν “Soldier 365”. Πρωτότυπη η συνύπαρξη των ήχων με τις εικόνες, απόκοσμα έως και σουρεαλιστικά τα πλάνα, δυσκολοχώνευτο το τελικό αποτέλεσμα.

Το όπλο του Τσέχοφ (“Chekhov’s gun) σκηνοθετείται από τον Χρήστο Αργυρό. Παίρνει το όνομά του και από ένα περίστροφο, που παίζει σημαντικό ρόλο στην υπόθεση του φιλμ, αλλά και από την περίφημη ρήση του μεγάλου συγγραφέα ότι “Αν στην πρώτη σκηνή του έργου έχεις κρεμάσει ένα πιστόλι στον τοίχο, τότε στην επόμενη σκηνή πρέπει να εκπυρσοκροτήσει. Αλλιώς, μην το βάλεις εκεί”. Μια θηλιά σηματοδοτεί στο ξεκίνημα την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του πρωταγωνιστή της ιστορίας μας. Ένα πιστόλι θα σημάνει τη δεύτερη, όταν αισθανθεί ότι με τούτο μπορεί να τελειώσει καλύτερα τη δουλειά, δηλαδή… τον εαυτό του! Δεν μπορεί, όμως! Όταν το αποκτήσει, δεν τα “καταφέρνει” και πάλι. Μήπως ένας άλλος στόχος, μια άλλη πηγή οργής έξω κάνουν τελικά το όπλο να εκπυρσοκροτήσει;

Ο Αργυρός, με εμφανή την αγάπη του στο φιλμ νουάρ, τοποθετώντας εικόνες από το ξένο σινεμά στη νυχτερινή Αθήνα, μας αποχαιρετά αφήνοντάς μας να αντιληφθούμε ότι -για να γίνει και το χατήρι του Τσέχοφ- το περίστροφο θα ακουστεί τελικά σαν Bazooka, μέσα στη “Ζούγκλα” της μεγαλούπολης και κάποιο από τα άλλα ζώα της ζούγκλας θα την πληρώσει. Δεν είναι τυχαία, βλέπετε, και η ηχητική επιλογή ροκιάς του φινάλε (“Θέλω φύση” από το άλμπουμ “Ζούγκλα” των Bazooka)!

Ένας Ελληνοϊταλός, ο Αντρέα Γατόπουλος, επισκέπτεται τη Δράμα με το “Materia celeste”. Γυρίζει κάτι σαν road movie, ενός αγοριού κι ενός κοριτσιού (υπέροχοι οι ρόλοι), που ξαναβρίσκονται για να περάσουν μαζί τα γενέθλια του πρώτου. Υπάρχει, βέβαια, και μια πιο βαθιά και επώδυνη εξήγηση αυτής της συνάντησης: το αγόρι πάσχει από ένα σοβαρό νόσημα. Το φιλμ παρακολουθεί γλυκά την προσπάθειά τους να ξεπεράσουν το αίτιο της ημερήσιας εκδρομής τους, να αφεθούν στις μνήμες που τους ενώνουν. Μια μέρα, ένας έρωτας καταπώς θα έλεγε κι ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.

Τα δεινά μπορούν να φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά, να τους βοηθήσουν να εντοπίσουν τι έκρυβαν επί χρόνια, να αφεθούν στις αισθήσεις τους. Να αντικρύσουν τελικά άφοβα σώματα από τον ουρανό που κινούντια προς άγνωστη κατεύθυνση ή πλάσματα τρομακτικά που βγαίνουν (σαν το τέρας του Λοχ Νες!) από τη θάλασσα για να ταράξουν τα συναισθήματά τους. Σε ιταλική ομιλούσα, έχουμε μια όμορφη προσέγγιση της αρχαιοελληνικής αρχής: “ουδέν κακόν αμιγές καλού”…

Το ντοκιμαντέρ του Γιώργου Γκότζου Σκοπελίτης ή το πλοίο” έχει ως θέμα του το “Σκοπελίτης εξπρές”, που κάνει εδώ και 60 χρόνια διαδρομές στις μικρές Κυκλάδες, σε μια δηλαδή από τις λεγόμενες άγονες γραμμές του Αιγαίου. Νησιά όπως η Δονούσα (μας τη σύστησε κινηματογραφικά πριν πολλά χρόνια η Αγγελική Αντωνίου) ή τα Κουφονήσια περιμένουν υπομονετικά την έλευσή του, προκειμένου να εφοδιαστούν με τα απολύτως απαραίτητα ή να καλωσορίσουν τους λιγοστούς “ψαγμένους” τουρίστες, που τα επιλέγουν το καλοκαίρι.

Με ήλιο ή με βροχή, με αέρα ή με άπνοια, με κύματα ή με νηνεμία το καράβι υποχρεούται να βρίσκεται σε τακτά διαστήματα εκεί. Αυτές, τις 4 εποχές, του δρομολογίου του, δείχνοντάς μας εικόνες με ή χωρίς κόσμο, αποτυπώνοντας τη ρουτίνα του φορτώματος και ξεφορτώματος, καθώς και του καθαρισμού του λ.χ., καταγράφει η κάμερα του Γκότζου, που προτιμά να σταθεί βουβή, πλάι στο φυσικό ήχο. Αυτό ίσως μετατρέπει, ωστόσο, και το ντοκιμαντέρ σε κάτι εξίσου απόμακρο στο ευρύ κοινό με τα ξεχασμένα νησάκια…

Ο μάγκας” είναι ένα τσιγγανάκι 12 χρονών. Ο δικός του κόσμος είναι η πιο υποβαθμισμένη γειτονιά της Αθήνας. Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος, μόνο που στην ηλικία του έχει φτιάξει κι έναν ιδεατό. Σ’ αυτόν, λοιπόν, τον ιδεατό κόσμο, αυτός και οι λοιποί πιτσιρικάδες που μεγαλώνουν στην ανέχεια είναι μια σούπερ συμμορία, που αργά ή γρήγορα θα βρει διέξοδο στο φευγιό από εκεί. Αν όχι όλοι, σίγουρα ο ίδιος που είναι “Ο μάγκας”!

Η πρώιμη εφηβεία, η περιθωριοποίηση, η συναναστροφή με κάθε καρυδιάς καρύδια, τα νεανικά ερωτικά σκιρτήματα: η κάμερα του Αλέξανδρου Κακανιάρη επιθυμεί να μιλήσει για τη χαμένη τρυφερότητα, να αναδείξει παράλληλα πόσο μάταιο είναι το εγχείρημα να ξεφύγεις από το προδιαγεγραμμένο. Αστοχεί στην κινηματογράφηση των πιο “ζόρικων” (για να χρησιμοποιήσουμε άλλη μια αγαπημένη λέξη του ήρωά του) σκηνών, δίνει μια μάλλον άκομψη εξήγηση στην αντίδραση του μικρού κατά τη συναλλαγή, δεν στέκεται αντάξια των καλών προθέσεων του σκηνοθέτη. Έχει μια αθώα ματιά, όμως, που τη διασώζει…

Στο “Alpha maleο Χρήστος Δημολίκας παίρνει την απόφαση να μιλήσει για τους συμβιβασμούς στη ζωή όλων μας. Ο ήρωάς του είναι ένας “κανονικός” 40something τύπος, που μοιάζει να έχει την τέλεια οικογένεια, με μια γυναίκα κι ένα κοριτσάκι, που τις λατρεύει και τον λατρεύουν. “Βαριέσαι τόσο πολύ;” ρωτά τη μικρή του, προτού αποδειχθεί ότι ο αληθινά βαριεστημένος είναι ο ίδιος. Αναζητά τόσο απεγνωσμένα το χαμένο του ερωτικό πάθος, που μια όμορφη ελευθέρων ηθών αρκεί, μετά από λίγη κουβεντούλα επί προσωπικού να του το προσφέρει.

Πολύ ενδιαφέρουσα η δουλειά του σκηνοθέτη σε επιμέρους τμήματα της ταινίας (π.χ. Η ερωτική σκηνή, υπό τους ήχους της Ελένης Τζαβάρα, λειτουργεί βιντεοκλιπίστικα μεν, πειστικά και δυνατά δε), αλλά απίστευτα λαθεμένες, σε βαθμό διακωμώδησης, οι επιλογές της ύπαρξης της “πόρνης της διπλανής πόρτας” ή του “σιωπηλού μάρτυρα” στα μπες – βγες από το μπορντέλο. Έξοχη η Αλεξάνδρα Χασάνι, όπως τη θυμόμαστε άλλωστε και από το ξεχασμένο πλην αγαπημένο “Ο μπαμπάς μου, ο Λένιν και ο Φρέντι”, πολύ καλός και ο Θανάσης Ντόβρης. Εύστοχο το απελπισμένο βλέμμα στον καθρέφτη – κάμερα στο φινάλε, σαν να ρωτά τον θεατή, αν εκείνος θα έκανε κάτι διαφορετικό… με 600 ευρώ (σαν πολλά δεν είναι;)!

Παλιός γνώριμος της Δράμας είναι ο Αντώνης Σαμουράκης. Μάλιστα, πριν 18 ολόκληρα χρόνια, είχε προκαλέσει αρκετές συζητήσεις με το φιλμ “Τα γκαρσόνια στ’ αναψυκτήρια”, όπου πρωταγωνιστούσε η εντυπωσιακή Αφροδίτη Αλ Σάλεχ, σε μια ιστορία one day stand, απιστίας και (αηδιαστικής) εκδίκησης του καταπιεσμένου θηλυκού. Συζητήσεις ενδέχεται να προκαλέσει και σήμερα, μια που καταπιάνεται με την ανδρική πορνεία, την έλλειψη οικογένειας, τη μετεφηβική αναζήτηση και τις παρεκκλίσεις της. Η κραυγή “Αγάπα με”, που εκστομίζει (και) δια του τίτλου του φιλμ ο νεαρός εκδιδόμενος, συμπεριλαμβάνει πολύ πόνο και οδύνη.

Κυριαρχούν σκοτεινές εικόνες, που επιβάλλονται από τη θεματική, σκηνές όχι καλλωπισμένου σεξ, μνήμες του πατέρα (και του υποκατάστατού του, που δεν διαφέρει και τόσο από έναν τυπικό νταβατζή). Και η ζωή συνεχίζεται, χωρίς να λούζεται από φως, αλλά με τη χαραμάδα μιας πιο ουσιαστικής γνωριμίας, όταν ακυρώνεται το “Δε φιλώ στο στόμα” (για να θυμηθούμε και το φιλμ του Αντρέ Τεσινέ) και σπάει η ανωνυμία του ευκαιριακού. Η ταινία χωλαίνει έντονα ιδιαίτερα στους δεύτερους ρόλους, αλλά και στην επαναλαμβόμενη υπερβολή των κραυγών του ήρωά της.

Από τη μια, η ηθοποιός στέκει στη θεατρική σκηνή με στόχο να σαγηνεύει τα βλέμματα των θεατών, να απολαμβάνει στο τέλος κάθε παράστασης την εικόνα τους να τη χειροκροτούν και να την αποθεώνουν. Από την άλλη, μια τυφλή εκ γενετής γυναίκα ζει με τις υπόλοιπες αισθήσεις οξυμμένες στο έπακρο, επιδιώκοντας ίσως το ακριβώς αντίθετο: να περνά απαρατήρητη, να μην τραβά τα βλέμματα των άλλων, γιατί φοβάται ότι αυτά μπορεί να είναι λύπησης ή απλά περιέργειας. Η Ελίνα Πάνικ σκηνοθετεί στο “Άννα και Φαίδρα” την ιστορία της προσέγγισης του βλέμματος με τον ήχο, της υποκριτικής με την αληθινή ζωή.

Φτιάχνει ένα χαμηλόφωνο φιλμ, που προσπαθεί να δώσει σημασία σε κάθε λεπτομέρεια της κίνησης και συμπεριφοράς της μη έχουσας όραση ηρωίδας του, αλλά και των αντιδράσεων που αυτές προκαλούν στην -αναζητούσα στοιχεία για ακόμα μια ερμηνεία στο σανίδι- ηθοποιό. Το σημαντικότερο πλάνο στην ενδιαφέρουσα ταινία της είναι τελικά το τελευταίο: όταν η ηθοποιός νιώθει ότι ο μόνος θεατής που οφείλει να πείσει με την υποκριτική της είναι αυτή η τυφλή νέα της φίλη…

W” for War, όπως V for Vendetta: λίγα λεπτά αρκούν για να ανοίξει το πλάνο της η κάμερα του Στέλιου Κουπετώρη σ’ ένα αγγλόφωνο δοκίμιο κατά του ά-λογου ανθρώπου. Ένας δάσκαλος μιλά με πάθος στην τάξη του για τον άνθρωπο και την εξέλιξή του, αυτή που με υπερηφάνεια τον έφερε από Αυστραλοπίθηκο να καταστεί Σοφός (Sapiens). Κι αν φοβόμαστε να παραδεχτούμε ότι αυτή η εξελικτική διαδικασία έχει και… πισωγύρισμα; Αν δεν θέλουμε να δούμε τις ξεκάθαρες και μπροστά στα μάτια μας συνέπειες των πολέμων;

Τα ερείπια που θα αποκαλυφθούν και τα παιδιά που δεν θα εμφανιστούν ποτέ σε κανένα πλάνο, γιατί προφανώς υπάρχουν μόνο στις αναμνήσεις του ήρωά μας, δίνουν απαντήσεις στα προηγούμενα -μάλλον ρητορικά- ερωτήματα. “W” όπως War, προείπαμε. Αλλά και όπως ‘Warming”: λέξη γραμμένη στον πίνακα στι ξεκίνημα του έξοχου αυτού σύντομου φιλμ, μας καλεί να μην την προσπεράσουμε. Και η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι μια μορφή πολέμου, βεβαίως. Κατά της ίδιας της φύσης και του πλανήτη. Εμείς απλώς διαλέγουμε σε τι συντρίμμια θα μείνουμε, όσοι μείνουμε!

Με το ντοκιμαντέρ της “Διάπλους: Ιστορίες ελπίδας” η Ιφιγένεια Κοτσώνη παρουσιάζει στο ευρύ κοινό τον ομώνυμο Κοινωνικό Συνεταιρισμό και την προσφορά του στην επανένταξη στην κοινωνία ατόμων που είχαν περιθωριοποιηθεί. Είναι φανερό ότι έχουμε ένα φιλμ βασισμένο όχι στη δύναμη της εικόνας, αλλά στα όσα μας εκμυστηρεύονται -με τον τρόπο του ο καθένας- οι γνωρίζοντες τα του “Διάπλου”.Επομένως είναι και πολύ δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τη δουλειά της με τα ίδια κριτήρια που χρησιμοποιήσαμε σε άλλα ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για μια χρήσιμη ενημέρωση για πράγματα άξια λόγου, που συμβαίνουν δίπλα μας και συνήθως τα αγνοούμε.

Με πολιορκητικό κριό τη Σοφία Κόκκαλη, πλάι στον οποία στέκονται θαυμάσια και οι άλλοι δύο θηλυκοί εφηβικοί χαρακτήρες, που ενσαρκώνονται από τη Σίσσυ Τουμάση και τη Ρομάνα Λόμπατς, ο Κωστής Θεοδοσόπουλος στήνει μια ταινία μέσα από τη ματιά τριών κοριτσιών στα χρόνια της ερωτικής αναζήτησης. Οι φιλικές (και όχι μόνο;) σχέσεις μεταξύ τους, με τις οικογένειές τους, με το άλλο φύλο: δεν είναι εύκολο να χαραχτούν γραμμές ανάμεσα στα κελεύσματα της ηλικίας, της φύσης, της κοινωνίας.

Η αθωότητα μπερδεύεται με την οργή, το παιχνίδι με την κακοποίηση (ανθρώπων ή πραγμάτων), το “Ρουζ” με το… αίμα.Περίοδος χάριτος δεν υπάρχει, η μεγαλούπολη από κάτω δεν συγχωρεί και πολλά. “Είναι ένας ανδρικός κόσμος, όμως δεν θα σήμαινε τίποτα χωρίς μια γυναίκα ή ένα κορίτσι”, για να θυμηθούμε και τον περίφημο στίχο του τραγουδιού που είπε στα sixties ο Τζέιμς Μπράουν. Αν και δεν φαίνεται να γνωρίζει ούτε ο ίδιος ποια θα είναι η τελική κατεύθυνση των ηρωίδων του, ο σκηνοθέτης αφήνει ένα θετικό πρώτο δείγμα.

Στο “Αζάν”, που αποτελεί την πτυχιακή της εργασία, η Γεωργία Μαραγγούλη θέλει σε 23 λεπτά να θίξει πολλά κακώς κείμενα. Ξεκινά με το bullying: αυτό συνήθως έχει θύματα τους πιο καλόπιστους, που υφίστανται την κοροιδΐα των άλλων (στην καλύτερη περίπτωση, αν δεν υπάρχουν κι άλλες παρεκτροπές δηλαδή). Μεταφέρει κατόπιν τη δράση στην περίοδο της υποχρεωτικής στράτευσης, άλλον ένα χωροχρόνο μαρτυρίου για τους πλέον ευαίσθητους. Συνεχίζει εστιάζοντας στο μείζον ζήτημα της μετανάστευσης, των ταλαίπωρων ψυχών που διακινούνται σαν εμπορεύματα λαθραία στα σύνορα και χάνονται αν δεν έχουν το κατάλληλο κομπόδεμα ή τις αρμόζουσες διασυνδέσεις. Καταλήγει υμνώντας την ανθρωπιά των λίγων, αφού προηγουμένως έχει υπερθεματίσει στην οικογένεια και τους άρρηκτους δεσμούς της.

Όλα τούτα είναι καλοδεχούμενα σε ιδεολογικό και θεωρητικό επίπεδο, πλην όμως το σενάριο δεν διεκδικεί τον τίτλο του πειστικού, το μοντάζ δεν είναι λειτουργικό, με τα φλας μπακ να πέφτουν πρόχειρα για να επεξηγήσουν, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι καταντούν καρικατούρες. Η Στέλλα Φυρογένη, που ήταν εξαιρετική στην περσινή μεγάλου μήκους “Παύση”, αλλά και σε πρότερες μικρομηκάδικες παρουσίες της, εδώ πασχίζει να κρατήσει μόνη της το φιλμ, υπερβάλλοντας εαυτόν – κάτι όχι πάντα θετικό. Συνοψίζοντας; Καλές προθέσεις μεν, αστοχία δε…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑