Festivals 42ο Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 5η

21 Σεπτεμβρίου 2019 |

0

42ο Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 5η

Η θυσία της Ιφιγένειας από τον πατέρα της, τον Αγαμέμνονα, έγινε σύμφωνα με απαίτηση της Αρτέμιδος, ώστε να μπορέσουν να αποπλεύσουν τα πλοία από την Αυλίδα για τον Τρωικό πόλεμο. Τελικά, σύμφωνα με την κρατούσα εκδοχή, η ίδια η θεά την έσωσε και τοποθέτησε στη θέση της ένα ελάφι. Μια Ιφιγένεια παρουσιάζει και το “Ιφιγένεια – όχι πια δάκρυα”. Εδώ μια νέα κοπέλα καλείται να θυσιάσει την παιδική της αθωότητα, προκειμένου να ενταχθεί σε μια νέα οικογένεια. Θέλοντας να φτιάξει μια γκροτέσκα κωμωδία ο σκηνοθέτης στήνει ένα απείρου “κάλλους” σύμπαν, προκαλώντας μεν το γέλιο του θεατή, αλλά όχι πάντα για τους ορθούς λόγους. Ένας μυστικός δείπνος, μια σειρά από κοινότυπες φράσεις που πρέπει να μάθει κανείς για να πορεύεται μ’ αυτές στο μέλλον, η τοποθέτηση στο “ψυγείο” των αισθημάτων, αντιλήψεων και ιδεών, ο έλεγχος για το πόση αλλοτρίωση μπορεί να ανεχτεί κανείς… Στην ιλαροτραγωδία που σκηνοθετεί ο Γιώργος Γεωργακόπουλος, υπάρχουν και “από μηχανής θεοί”, οι “ελεγκτές δυσανεξίας”, που απομακρύνουν μια και καλή τον αθώο εαυτό της ηρωίδας, για να συνεχίσει αμέριμνη από δω και πέρα την προκαθορισμένη άθλια ζωή της. Καλά όλα αυτά, αλλά το φιλμικό αποτέλεσμα πάσχει σε βαθμό ανίατο!

Ομολογώ ότι όταν διάβασα το όνομα της σκηνοθέτιδος, αρχικά γέλασα. Ήταν πολύ εύκολο, βλέποντάς το βιαστικά να νομίσω ότι επρόκειτο για τη Μις Λουιζιάνα! Δεδομένου ότι πρόκειται και για σπουδαστικό φιλμ, τα πράγματα μου φάνηκαν ξεκάθαρα: κάποια κοπέλα κάνει την πτυχιακή της, αλλά παράλληλα και τον χαβαλέ της, υπογράφοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο! Όμως, η λίγο σοβαρότερη άμεση ανάγνωση έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: Λουιζιάνα το μικρό, Μίις (γράφεται Mees) το επώνυμο. Κοπέλα από το Βέλγιο, που ήρθε στη χώρα μας μετά την κορύφωση της κρίσης, τον καιρό που κάτι άρχιζε ξανά να κινείται δειλά, αλλά κι αυτή η εικόνα που είδε έφτανε για να τη σοκάρει και να την ωθήσει στο να γυρίσει στην Αθήνα αυτή τη μικρού μήκους ταινία, το “Waithood”. Γειτονιά της αναμονής, λοιπόν. Αναμονή από πέντε νέα παιδιά ενός αύριο, που δεν ξέρουν τι μπορεί να τους επιφυλλάσσει. Δεν ελπίζουν ουσιαστικά, ζουν επικινδύνως με τον τρόπο τους, εκμεταλλευόμενα τα άδεια συχνά πλουσιοπάροχα airbnb της μεγαλούπολης. Χωρίς να λείπουν οι υπερβολές στις ερμηνείες, που ενίοτε ξεφεύγουν προς το υστερικό, με σενάριο χαλαρότατο, που μοιάζει σαφώς επηρεασμένο από τη γαλλική σχολή του αυτοσχεδιασμού, αλλά εκφράζοντας τη φωνή μιας ακόμα “χαμένης στη μετάφραση” γενιάς, που ψάχνει σε Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο τον προορισμό της, η ταινία είναι πάνω από τα συνήθη στάνταρ μιας σπουδαστικής…

Έξι ντοκιμαντέρ και δέκα σπουδαστικές ταινίες περιλαμβάνονται στο ελληνικό διαγωνιστικό τμήμα. «Η Ιστορία του Γιάννη» της Βούλας Γερμανάκου Κοψίνη ανήκει και στις δύο κατηγορίες. Η σκηνοθέτιδα καταγράφει (αφηγούμενη σε όλο το φιλμ στα γερμανικά) την ιστορία του προπάππου της και μέσω αυτής του ίδιου του ελληνισμού από το 1918 ως και σήμερα. Πόλεμος στην Κριμαία, με συμμετοχή ελληνικού εκστρατευτικού σώματος, προσφυγιά των εκεί Ελλήνων κατόπιν, υπό τον φόβο αντιποίνων από τους νικητές μπολσεβίκους… Ερχομός στην Ελλάδα, φτώχεια καταραμένη και καταυλισμοί, δικτατορία Μεταξά και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος… Εμφύλιος, κυνηγητά, παράλληλη μετανάστευση όσων δεν άντεχαν πια τις κακουχίες της χώρας, χούντα, επιστροφή στη δημοκρατία. Όλα αυτά τα φοβερά και τρομερά τα έζησε ένας άνθρωπος (ο προπάππος Γιάννης) και η φαμίλια του, με τα προσωπικά του θέματα να υπάρχουν κι αυτά και να πρέπει να τα φέρει βόλτα. Σημαντική η αντιστοίχιση της ιστορίας του με την ιστορία του τόπου, όμως, το υλικό που ντύνει το περιεχόμενο δεν αρκεί, το φιλμ πάσχει πολύ οπτικά, δεν έχει εικόνα να παρουσιάσει. Ας είναι, άξιζε η απότιση φόρου τιμής σε έναν συγγενή, μάλιστα ξύπνησε μνήμες στον γράφοντα από τον δικό του παππού, που βίωσε σχεδόν τα ίδια!

Το αμέσως επόμενο φιλμ ήταν του Χρήστου Σιταρίδη. Ο Έλληνας σκηνοθέτης ζει και εργάζεται με βάση το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί, στις αρχές δεκαετίας του ’90, τοποθετείται ο χωροχρόνος δράσης του φιλμ. Δυο άγρια νιάτα συναντούν έναν νεαρό που δουλεύει σε βενζινάδικο, ο οποίος φαίνεται πολύ ήσυχος και εύκολος στόχος, προκειμένου να κάνουν το χαβαλέ τους, να περάσουν την ώρα τους λίγο διαφορετικά μαζί του. Το ζευγάρι παίζει με την “πριγκίπισσα”, όπως αποκαλούν τον τρίτο, που πάει να τους βρει σε gay club (ονόματι “Seawolf), γιατί ολοφάνερα έλκεται από τον ένα εκ των δύο. Κάπως έτσι θα βιώσουν άπαντες την ενηλικίωσή τους. Οι δύο “κολλητοί” κι εραστές, θέλοντας να βάλουν έξτρα αλατοπίπερο στη ζωή τους, θα φτάσουν τελικά στη σύγκρουση. Ο “άβγαλτος” τυπάκος που θέλησαν να εκμεταλλευτούν, θα αποδειχτεί “σιγανοπαπαδιά” και πολύ ικανός στο να “τρυπήσει” τα στεγανά της σχέσης τους, θα του μείνουν μάλιστα εντέλει και δύο ειδών ενθύμια από τη νύχτα που πέρασε πλάι τους. Ο “Θαλασσόλυκος” θα κλείσει σύντομα, μια που τα κύματα του rave και των ναρκωτικών που το συνόδευε θα αποδειχτούν τσιχλόφυυσκες, που φωυσκώνουν γρήγορα, αλλά και πρόσκαιρα, για να σκάσουν συχνά εκκωφαντικά. Όλα είναι αποτέλεσμα της εφηβείας και της μίζερης αγγλικής επαρχίας, σε μια ταινία όπου η γραφή δεν έχει κάτι το ξεχωριστό, αλλά και δεν υπάρχει εμβάθυνση στα πώς και τα γιατί των συμπεριφορών του ερωτικού τριγώνου…

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τέχνη από το να πραγματεύεσαι σοβαρά θέματα με κωμικό τρόπο! Μια καλή κωμωδία, σάτιρα, παρωδία είναι σε θέση να κοινωνήσει πολλές φορές σε πολύ περισσότερο κόσμο ζητήματα και προβληματισμούς, που διαφορετικά θα έφταναν ίσως σε λίγους θεατές. Έτσι, ο “Καραγκιόζης” του Μιχάλη Γιγιντή είναι τουλάχιστον καλοδεχούμενος! Πόσο μάλλον, όταν αυτή “Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου” (για να θυμηθούμε και το φιλμ του Μπερτολούτσι) πετυχαίνει να σε κάνει να γελάς ασταμάτητα με οδυνηρές καταστάσεις, έχοντας ως εφόδιά της τόσο το σενάριο, που βασίζεται στο βιβλίο της Λένας Κιτσοπούλου όσο και τη φωνή του Κωνσταντίνου Τζούμα, που δίνει νέο νόημα στον όρο “γλαφυρή αφήγηση”! Με όλους τους συμμετέχοντες να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, ο σκηνοθέτης καταγράφει τα κρυμμένα μυστικά κάθε ελληνικής (και όχι μόνο) οικογένειας. Τα ιδανικά που επιβάλλουν με κάθε τρόπο οι γονείς στα παιδιά, το “Διδυμότειχο μπλουζ” (αντίο, Λαυρέντη…) του χαμένου λόγω στράτευσης χρόνου, τα τραύματα που κουβαλούμε ως το τέλος του βίου μας, η -αθέλητη εν πολλοίς- συνέχιση στον αιώνα τον άπαντα της ίδιας κατάστασης, από γενιά σε γενιά. Οι Καραγκιόζηδες δεν εμφανίζονται μόνο σε θέατρα σκιών, είναι δίπλα μας, αν όχι μέσα μας!

Στο περσινό Φεστιβάλ, το 41ο, γράφαμε από αυτήν εδώ τη στήλη ότι το “Yawth” δεν θέλγει εικονοκλαστικά, αλλά δείχνει να είναι κάτι γνήσιο. Η επιβεβαίωση για τη γνησιότητα του πράγματος, αλλά και η μεγάλη βελτίωση στην εικόνα, έρχεται φέτος. Το δίδυμο Δημήτρης Τσακαλέας Λήδα Βαρτζιώτη φέρνει στο 42ο Φεστιβάλ το πολύ ζωντανό “Sad girl weekendκαι το μόνο μας παράπονο από αυτούς είναι το ίδιο που έχουμε κι από πολλούς άλλους νέους σκηνοθέτες: δώστε (έστω μόνο για εγχώρια κατανάλωση) ελληνικούς τίτλους στα έργα σας, δεν είναι κακό! Μια δημιουργία που σφύζει από νιάτα, με τρεις αξιόλογες κοπέλες μπροστά στο φακό, αλλά και μπροστά στο -εκ των πραγμάτων ερχόμενο- πιθανό τέλος της φιλίας τους. Για την ακρίβεια, είναι η μία που θα μείνει τελείως πίσω, θα ξεκοπεί. Δικό της το στενόχωρο Σαββατοκύριακο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι άλλες σφυρίζουν αδιάφορα! Κάτι σαν τα ξένα φιλμ ενηλικίωσης, η ταινία των δύο σπουδαστών του Α.Π.Θ. μιλά για τις μεγάλες αλλαγές της ζωής, για τις σχέσεις που δοκιμάζονται και για τον κοριτσίστικο / γυναικείο ψυχισμό. Ίσως, όμως, το γεγονός ότι στο τιμόνι δεν κάθεται μόνο κοπέλα, αλλά και αγόρι, κάνει το φιλμ να απευθύνεται το ίδιο δυνατά σε κάθε φύλο, όπως και σε κάθε άτομο που είδε οποιαδήποτε στιγμή έναν κύκλο να κλείνει.

Ο Αλέξανδρος Παπαθανασόπουλος άφησε καλές εντυπώσεις στο περσινό Φεστιβάλ, με το “Beyond Good & Evil or (The Exuberantly Painful Process of Teething)”. Πέραν του μακροσκελούς τίτλου, μ’ εκείνη την αγγλόφωνη ταινία του, πέτυχε να δώσει ζωή σ’ ένα φιλμ διαρκούς λόγου (στα πρότυπα αρκετών ανεξάρτητων αμερικανικών ταινιών), ολοκληρώνοντας μια μαύρη κωμωδία υπαρξιακών αναζητήσεων. Επανέρχεται τώρα στις «Pathologies of Everyday Life», με την ίδια ακριβώς λογική, παραθέτοντας πάλι επί 10 περίπου λεπτά έναν έντονο διάλογο πάνω στις αναζητήσεις των δύο κεντρικών ηρώων του. Μόνο που δεν πρόκειται για δάσκαλο και μαθητή, όπως πέρυσι, αλλά για δύο μαθητές, που μιλούν επικεντρωνόμενοι στο ρόλο ενός κακού κατά τη γνώμη τους δασκάλου. Ένας εκ νέου ο τόπος δράσης, μία η στιγμή, αγγλόφωνη ξανά η ταινία. Η επανάληψη, ωστόσο, δεν εντυπωσιάζει θετικά το θεατή, η ανατροπή στο φινάλε δεν προλαβαίνει να σώσει την κατάσταση, οι διάλογοι δεν είναι το ίδιο πνευματώδεις, ώστε το σενάριο να στηρίξει το φιλμικό δεκάλεπτο.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Κύπρος πάλευε με κάθε μέσο να απαλλαγεί από την αγγλική κατοχή. Ο αγώνας, όπως συνηθίζεται όταν έχεις να αντιμετωπίσεις κάποιον πολύ ισχυρότερό σου, ήταν σε μορφή ανταρτοπολέμου. Σε τούτη την περίοδο τοποθετεί τη δράση της ταινίας του ο Ανδρέας Σιεηττάνης. Ένας ιερέας δέχεται την εισβολή ενός Βρετανού αξιωματικού αποφασισμένου να του αποσπάσει τις πληροφορίες που θέλει, ακόμα και με ιεροσυλία μέσα στο μοναστήρι του. Ο καλός από τη μια, ο κακός από την άλλη. Ο Ελληνοκύπριος από τη μια, ο Άγγλος από την άλλη. Η “Εξομολόγηση” του αμαρτωλού θα είναι διαφορετική από αυτή που φανταζόμαστε, τα φαινόμενα απατούν. Στήνοντας σκηνικό εποχής, ο δημιουργός καταγγέλλει τα εγκλήματα, χωρίς να πέφτει στην παγίδα της αγιοποίησης της μίας πλευράς. Βλέπει με οίκτο τα λάθη των ατόμων, που αφήνονται να πουν τη γλώσσα της αλήθειας. Φτιάχνει ένα έντιμο και λιτό δοκίμιο για το μάταιο της αναζήτησης του καλού, όταν ο σκοπός αγιάζει (;) τα μέσα…

Γνώριμος του Φεστιβάλ, μια που συμμετέχει για πέμπτη συνεχή χρονιά, ο Γιάννης Ζαφείρης κομίζει φέτος με τα “Πλαστικά λουλούδια” μια πιο πειραματική δημιουργία. Σταθερός στο χρόνο που χρειάζεται για να αφηγηθεί την ιστορία ή να παρουσιάσει τις εικόνες του, φτιάχνει ένα τετράλεπτο, ασπρόμαυρο, αρκετά δύσπεπτο φιλμ. Η ταινία του καθρεφτίζει στα βρόχινα νερά της έναν τόπο που εγκαταλείφθηκε από τον άνθρωπο κι αφέθηκε στη μοίρα του, να διατηρεί ελάχιστη ζωή λόγω της αθώας παρουσίας κάποιων τετράποδων ψυχών. Θέλει να μιλήσει για την ερημιά της ελληνικής γης; Για τη νέκρα της χώρας μας; Ίσως απλά να συνεχίσει ακόμα πιο απαισιόδοξα από εκεί που σταμάτησε με τα δύο προηγούμενα αξιομνημόνευτα πονήματά του… Τόσο η “Επίσκεψη” όσο και το “Springtime rest” κατέγραφαν πικρά την απουσία, με τους ήρωές τους να αφήνουν λουλούδια σε αγαπημένα τους πρόσωπα που χάθηκαν (στην πρώτη περίπτωση) ή που απρόοπτα πρόκειται να χαθούν (στη δεύτερη). Τώρα πια, τα λουλούδια που φυτρώνουν είναι πλαστικά: δεν μυρίζουν, είναι ψεύτικα, κακή απομίμηση της ομορφιάς και της ζωής…

Μίλα”. Διαβάζοντας τον τίτλο, μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι πρόκειται για μια προσταγή. Ή έστω παράκληση. Με το που θα δει το φιλμ του Ανδρέα Βακαλιού, θα αντιληφθεί από νωρίς ότι πρόκειται για το όνομα της κοπέλας που επισκέπτεται τον βαριά άρρωστο πατέρα της στο νοσοκομείο. Ένα όνομα πολωνέζικο, μια που η μαμά της είναι από εκεί. “Μίλα” σημαίνει αγαπημένη. Όμως, πού βρίσκεται ακριβώς η αγάπη; Κάπου ανάμεσα στον μπαμπά και στην κόρη, στην κόρη και στη μάνα (που επικοινωνεί μόνο μέσω τηλεφώνου στη διάρκεια της ταινίας), στη μάνα και στον πατέρα; Κάπου ανάμεσά τους, αλλά πού; Στις σχέσεις οργής, αδιαφορίας, συμβιβασμού, ανοχής και ελλειπούς αντοχής του καθενός από αυτό το τρίο των δύο που εμφανίζονται στο φακό (εξαιρετικός ο Πυρπασόπουλος, “γράφει” υπέροχα στην κάμερα από το πρώτο της δευτερόλεπτο η Ευθαλία Παπακώστα) και της μίας που μετέχει εξ αποστάσεως στο παιχνίδι των φανερών ή κρυφών λυγμών, των αληθινών ή ψεύτικων εξομολογήσεων. Τώρα μόνο, που δεν υπάρχει καθώς φαίνεται γυρισμός, ο πατέρας φωνάζει. Πάντα ανάμεσα σε προσταγή και παράκληση: “Μίλα”! Ο Βακαλιός, που μας χάρισε το έξοχο “Death car” το 2018, τολμά να αλλάξει απολύτως γραφή. Εγκαταλείπει την ταχύτητα του αυτοκινήτου και… κινείται ισορροπώντας πάνω σε ένα skateboard. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι μπορεί να το κάνει!

Υπέροχη έκπληξη αποτέλεσε το animation “One day, one fly”. Ο δημιουργός του, Πέτρος Νιαμονιτάκης, σκηνοθετεί μια μέρα από τη ζωή μιας μύγας, όπως πραγματικά τη ζει: σαν να είναι η πρώτη, αλλά και η τελευταία! Άλλωστε, η διάρκεια ζωής των (αντιπαθητικών, ας μην κρυβόμαστε) αυτών εντόμων είναι κάποιες μέρες… Τι μπορεί να προλάβει στο χρόνο αυτό, λοιπόν; Να ανεξαρτητοποιηθεί, να επιβιώσει από το bullying, να μάθει να εντοπίζει την τροφή, να ερωτευθεί, να “πετάξει” στα όνειρά της, αλλά -συνήθως- και να μην τα χαρεί ποτέ, γιατί ο θάνατος παραφυλά σε ένα κλείσιμο του ματιού ή του χεριού. Δίνοντάς μας με θαυμάσια οπτικοποίηση τα καταρθώματα και καμώματα του πρωταγωνιστή της ταινίας του, σαν να επρόκειτο για άνθρωπο, ο Νιαμονιτάκης χαρίζει (στα 6 λεπτά που κρατά το ταινιάκι του) απόλαυση. Καθόλου αμελητέο!

Είναι πολύ ευχάριστο το να διαπιστώνει κανείς ότι στ’ αλήθεια η συνεργασία μπορεί να αποβεί απολύτως γόνιμη. Ο Βασίλης Γουδέλης σκηνοθετεί ένα σενάριο του πατέρα του, του Τάσου Γουδέλη, και ο Βασίλης Μαζωμένος σπεύδει να βοηθήσει στην παραγωγή (συμμετέχει βεβαίως και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου), παρότι η διάρκεια των 12 περίπου λεπτών είναι σχετικά μεγαλύτερη από αυτές που μας έχει μάθει εσχάτως η εταιρεία του. Το αποτέλεσμα είναι μάλλον η καλύτερη ως τώρα δουλειά του σκηνοθέτη, με ένα σενάριο (βασισμένο σε αληθινή ιστορία) εξαιρετικό, που αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι τα καλύτερα σενάρια τα γράφει η ίδια η ζωή. Εμφύλιος, “Παγίδα”, αποκαλύψεις, κρυφές ταυτότητες: τα συστατικά ενός ιστορικού φιλμ νουάρ είναι παρόντα και το μήνυμα “Όχι άλλο αίμα!”, σαφές…

O “Έλληνας του κόσμου” Νικόλας Κολοβός είναι σταθερή αξία για το χώρο της μικρού μήκους και το Φεστιβάλ της Δράμας. Το “Indexαποτελεί μια από τις καλύτερες ταινίες του, με πολύ δυνατό μήνυμα που πηγάζει από όσα βιώνουν οι πρόσφυγες στην απόπειρά τους να εγκαταλείψουν τον τόπο τους για να αλλάξουν τη μοίρα τους. Πώς λειτουργεί αυτή τους η ταλαιπωρία στα μάτια και στα αυτιά ενός μικρού παιδιού; Με ένα απλό -πλην πανέξυπνο- εύρημα στο σενάριο, ο δημιουργός στήνει ένα μονοπλάνο της αγωνίας μιας φαμίλιας από τη μια να φύγει με ακριβό τίμημα μέσω της θάλασσας, με βάρκα… την ελπίδα, αλλά από την άλλη να μην αφήσει πίσω της θύμα το ίδιο της το βλαστάρι, να το κρατήσει κυριολεκτικά ακέραιο για το μέλλον του. Και το “Index”; Σημαίνει δείκτης, είναι το δαχτυλάκι μας πλάι στον αντίχειρα, αυτό που θα προκαλέσει (;) τα συμβάντα. Δείκτης, άλλωστε, της πορείας που θα επιλεγεί τελικά για το καλό των ηρώων μας!




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑