Festivals 41o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 6η (14 ταινίες)

22 Σεπτεμβρίου 2018 |

0

41o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 6η (14 ταινίες)

41ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου

En partie

Η σκηνοθέτις Αναστασία Μελία Ελευθερίου γυρίζει ένα από τα πιο ερμητικά φιλμ του 41ου Φεστιβάλ. Η κάμερα παρακολουθεί μια νέα κοπέλα να εργάζεται κοπιαστικά εν είδει ξυλουργού, προσπαθώντας προφανώς να κατασκευάσει κάτι. Αυτό το κάτι αντιλαμβανόμαστε λίγο αργότερα ότι είναι μια βάρκα, βασισμένη σε αντίστοιχη μινιατούρα. Με πολύ σωματικό πόνο, θα κατορθώσει προφανώς κάποια στιγμή να ολοκληρώσει τη δημιουργία της. Αλλά δεν είναι ικανοποιημένη, κλαίει, βλέπει ότι κάτι δεν έχει πάει καλά. Εντέλει, το έργο της θα πάρει θέση δίπλα σε άλλα, σε ένα “νεκροταφείο” πλεούμενων, παραπεταμένων ακριβώς απέναντι από τα θαύματα της ανθρώπινης κατασκευαστικής και τεχνολογίας, απέναντι από τον “πολιτισμό”. Ταινία χωρίς ομιλία, βουβή, σαν ένα ρέκβιεμ για την αδυναμία δημιουργίας ή προσαρμογής στις απαιτήσεις των καιρών.

Τυφλόμυγα

Το παιδικό παιχνίδι αλλάζει χρόνο με το χρόνο. Αυτά που ενδιέφεραν τα παιδάκια πριν 60, 40, 20 χρόνια και αυτά που τα ενδιαφέρουν σήμερα δεν είναι ίδια. Κατά συνέπεια, ακόμα και η αναπαραγωγή κλασικών παιχνιδιών διαφοροποιείται ριζικά, επειδή οι μικροί έχουν άλλες παραστάσεις στην καθημερινότητά τους. Σχολιάζοντας την αφέλεια, αλλά και ανωριμότητα των παιδιών, την αδυναμία τους ενίοτε να ξεχωρίσουν πού αρχίζει και πού σταματά το παιχνίδι, η σκηνοθέτις στήνει κάτι σαν θρίλερ (!), με τον παππού τους σε ρόλο αρχικά θύματος σε μια εφιαλτική προσέγγιση της “Τυφλόμυγας”, που δείχνει να εξοντώνει τον ταλαίπωρο ηλικιωμένο.

Παράγοντας ήχους που θυμίζουν τα γουέστερν με Ινδιάνους στην αρχή και αντιγράφοντας σειρές τύπου “Στην εντατική” στη συνέχεια, τα πιτσιρίκια φτάνουν στο όριο των αντοχών του τον ταλαίπωρο παππού τους. Όμως, ο γέρος κόκορας έχει το ζουμί και ξέρει να αντιστρέφει τους ρόλους του θύματος και του θύτη, ακόμα κι αν αυτό φαντάζει για εκείνα σαν νεκρανάσταση, σαν ο γέροντας να έγινε… ζόμπι, όπως λέει χαρακτηριστικά ο μεγαλύτερος και ζωηρότερος. Μάλλον ενοχλητική η κινηματογράφηση, καθώς δεν αφήνει χαραμάδα γέλιου. Η “Βουρβουρού” που είδαμε προχθές δεν απέχει τόσο θεματικά, απέχει όμως παρασάγγας κινηματογραφικά…


Τεμπέλης

Παρότι είναι πολύ καλοφτιαγμένη, η δουλειά του Διονυσίου Χρονόπουλου προβληματίζει με την κατεύθυνσή της. “Δυο δρόμους έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα” ακουγόταν στο “Μάθε παιδί μου γράμματα” του Θόδωρου Μαραγκού. Αν ισχύει, η πρώτη πόρτα που μας δείχνει ο σκηνοθέτης οδηγεί στην “τσογλαναρία”. Και η δεύτερη, η εναλλακτική, πρέπει να έχει επιγραφή “τεμπελχανιά”. Αυτές και μόνο τις δύο επιλογές έχει να ζυγίσει ο πιο θετικός από τους χαρακτήρες του φιλμ. Να πουλάς μαγκιά όπου σε παίρνει ή να είσαι μέγας χασομέρης και να τα περιμένεις όλα έτοιμα; Ιδού η απορία!

Τέταρτος τοίχος

Πολύ δυνατό το κύριο ζήτημα του φιλμ, δηλαδή η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο και η συνακόλουθη καταστροφή του. Ο σκηνοθέτης διαλέγει εικόνες από τον τόπο μας (Χαραυγή Κοζάνης), από Ινδία και Πακιστάν, Πολωνία, Κίνα, Νότια Αφρική, Δυτική Σαχάρα, Λίβανο, ενώ κάνει γραπτή αναφορά στο τέλος του 10λεπτου ντοκιμαντέρ του στη Συρία.

Οι εικόνες του είναι προσεγμένες, η συσχέτιση της άκρατης επίθεσής μας στους φυσικούς πόρους, με την κλιματική αλλαγή, την προσφυγιά, τους πολέμους, τις αρρώστιες δεν μας βρίσκει αντίθετους. Ωστόσο κάθε ντοκιμαντέρ απαιτεί, όντας ταινία τεκμηρίωσης, πολλά περισσότερα στοιχεία και μέσα απόδειξης, πολύ μεγαλύτερο οπτικό υλικό. Οι εξαιρετικές προθέσεις δεν αρκούν, γιατί όταν η οθόνη μαυρίζει μας αφήνει με την αίσθηση ότι είδαμε ένα τρέιλερ επερχόμενου ντοκιμαντέρ, ότι πήραμε μια πρώτη γεύση απλώς από το θέμα του.

Death car

Ο Ανδρέας Βακαλιός σκηνοθετεί υπέροχα ένα φιλμ που ταλαντεύεται αιώνια ανάμεσα στο road movie και το θρίλερ, παρότι ξέρεις την κατάληξη από τον τίτλο του ακόμα. Ή μάλλον πριν ακόμα πέσει αυτός, όταν βλέπεις το πρώτο κάδρο. Κατακόκκινο, με τις φιγούρες των νέων να διαγράφονται σιγά – σιγά και μετά βίας. Κόκκινο είναι και το αμάξι τους, κόκκινες γίνονται σταδιακά οι ενδείξεις στο καντράν του αυτοκινήτου, κόκκινα τα περισσότερα (αν όχι όλα) τα φανάρια που περνούν, κόκκινα και μερικά από τα χαπάκια που παίρνουν, κόκκινα γίνονται τα μάτια τους από το ξενύχτι -και όχι μόνο. Στο κόκκινο ζει κανείς αυτή την ηλικία, την ένταση της εφηβείας. Κόκκινο είναι και το αίμα που κυλά στις φλέβες, αυτό που είχε ήδη πλημμυρίσει την οθόνη από το ξεκίνημα και δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα.

Αυτό που κερδίζει, όμως, ολοκληρωτικά το στοίχημα για τον δημιουργό μιας από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες που απολαύσαμε εδώ, είναι η φυσικότητα των διαλόγων, η υπερκινητικότητα των… καθισμένων μέσα στους τέσσερις τροχούς παιδιών, η επικοινωνία εν ζωή και μετά το θάνατο της μίας ηρωίδας με τον πατέρα της. Σε ένα πλάνο γεμάτο μνήμες Βιτόριο Ντε Σίκα από το “Θαύμα στο Μιλάνο” και Εμίρ Κουστουρίτσα από τον “Καιρό των τσιγγάνων”, το όχημα του θανάτου ίπταται πάνω από τη θάλασσα, από την πόλη, τη γη. Νεορεαλιστικό και μαγικό φινάλε, ενός μικρού διαμαντιού…

Let’s talk about love

Ας μιλήσουμε για αγάπη, λοιπόν. “Η αγάπη είναι πιο κρύα από το θάνατο” έλεγε σε μια έκρηξη απαισιοδοξίας ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ. Με τον θάνατο αναμετράται και στο φιλμ του Αλέξη Κουάντα, ήδη από τα πρώτα της σκιρτήματα. Ή μάλλον με την αρρώστια αυτή, την επάρατο, που εξακολουθεί να έχει τον πρώτο λόγο στον πόλεμο, ακόμα κι όταν φαίνεται ότι ο ασθενής κερδίζει μια μάχη.

Αφηγούμενος έναν έρωτα απρόσμενο και με ημερομηνία λήξης, ο σκηνοθέτης αποτυπώνει στην οθόνη τις λίγες και καθοριστικές στιγμές του. Τρυφερή δημιουργία, περιορισμένων οπτικών αρετών, αλλά καρδιάς, με τον εναπομείναντα στη ζωή να κραυγάζει από απόγνωση, ίσως επιλέγοντας τελικά το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου… “Μη μιλάς άλλο για αγάπη”!

Muffin

Αρκετές οι μελλοντολογικές ταινίες φέτος. Το “Muffin” εντάσσεται επίσης εδώ, περιγράφοντας μια εποχή στην οποία εταιρεία/ες θα μπορούν έναντι γενναιότατου συναισθηματικού ή σωματικού τιμήματος να σου προσφέρουν αυτό που υποτίθεται επιθυμείς. Όλο το πακέτο, δηλαδή, σύντροφο, δουλειά, σπιταρόνα κτλ. Ποιες είναι ή θα έπρεπε να είναι όμως οι προτεραιότητές μας και σε τι τιμή θα πουλήσει κανείς τον εαυτό του στην ουσία; Ενδιαφέρουσα η σεναριακή ιδέα, αλλά δεν αρκεί…

Sunday 11:00 – 12:00

Ένα τυχαίο γεγονός καθορίζει πολλές φορές όσα θα ακολουθήσουν βραχυχρόνια ή μακροχρόνια στη ζωή μας. Ο σκηνοθέτης έχει ως αφετηρία μια απρόκλητη επίθεση για κλοπή και θέτει, βάσει των όσων γίνονται, κατόπιν ερωτήματα. Πρώτα – πρώτα πώς αντιδρά κάποιος σε κάτι τέτοιο, ως πού επιτρέπεται να φτάσει, ποια τα όρια της άμυνας. Έπειτα, έρχεται το ζήτημα της συνείδησης: αν πράξεις κάτι κακό, οφείλεις να το αποδεχτείς και να υποστείς τις συνέπειές του;

Ο ήρωάς του δίνει θετική απάντηση, παίρνει την ευθύνη κι ας του καταστρέφει τη ζωή. Οι επιλογές κρίνουν τα πάντα και γι’ αυτό κρίνονται. Τα κόστη τους συχνά είναι μη ανεκτά. Με εναλλασσόμενες τις σκηνές του σήμερα και του χθες, δηλαδή διάσπαρτα τα φλασμπάκ, ο Στέλιος Κουκουβιτάκης ευτυχεί να έχει δύο εξαιρετικούς ρόλους και “ακαδημαϊκή”, πλην όχι αδιάφορη, κάμερα. Θα περιμένουμε με ενδιαφέρον το επόμενο βήμα του.

Ομπρέλα

Τρυφερή προσέγγιση της τρίτης ηλικίας, με τη βοήθεια δύο έμπειρων ηθοποιών, του Άλκη Παναγιωτίδη και της Σοφίας Σεϊρλή, η ταινία της Αμέρισσας Μπάστα είναι ένα ιδιότυπο… road movie. Μόνο που αντί να τρέχουν αυτοκίνητα από δρόμο σε δρόμο, εδώ πορεύεται αργά και βασανιστικά, με τα πόδια τους και με την αστική συγκοινωνία, ένα ζευγάρι 70χρονων. Το οδοιπορικό τους ξεκινά από την ασφάλεια του σπιτιού, εκεί όπου τους έχει εφησυχάσει η θαλπωρή τους κι αναζητούν λίγο αεράκι για να αναζωογονηθούν, και καταλήγει στα κοιμητήρια, όπου έχει ταφεί η κόρη τους προ τριετίας.

Στη διαδρομή θα ανάψουν και θα σβήσουν μικρές φωτιές γκρίνιας, κούρασης, τριβής. Για πράγματα στα οποία προφανώς πάντα διαφωνούσαν, αλλά έμαθαν να συμβιβάζονται. Όταν φτάνει η ώρα της βροχής, δηλαδή της αντιμετώπισης των δυσκολιών της ζωής, ξέρουν πολύ καλά να χρησιμοποιούν την ομπρέλα της αγάπης τους, να παίρνουν κοινές αποφάσεις, να αποφεύγουν τις κακοτοπιές. Η κάμερα δεν κάνει υπερβολές, ακολουθεί τις αντιδράσεις του ανδρόγυνου, τις καταγράφει, προσαρμόζεται στον αργό ρυθμό τους. Θα μπορούσε να σταθεί ως θεατρικό έργο, άλλωστε ιδίως η ερμηνεία του Παναγιωτίδη παραπέμπει εκεί.

Versus

Πρόκειται για τη δεύτερη διαγωνιζόμενη ταινία της εταιρείας παραγωγής του Βασίλη Μαζωμένου, πάντα στο πλαίσιο του σύντομου χρόνου (αυτήν τη φορά είναι 8λεπτη). Σαφώς πιο ενδιαφέρουσα ως ιδέα, παίζει με μια… κάλπικη λίρα. Στην εποχή μας αυτή έχει το σχήμα και χρώμα του 50άρικου, ενός χαρτονομίσματος που η αξία του ευτελίζεται διαρκώς. Δύο αντίθετοι πόλοι: μια ζητιάνα και ένας γιάπης. Θα ορμήσουν να το αποκτήσουν, με νικητή τον νεότερο. Εκείνος, μαθημένος στις ανέσεις, θα καταναλώσει σε μια στιγμή τα μισά και παραπάνω χρήματα.

Εκείνη, αφού υποστεί ρατσιστική αντιμετώπιση για την επαιτεία της, θα κινήσει για το σπίτι της, σε μια υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας. Την ακολουθεί και –σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανατροπή- επαιτεί με τη σειρά του για στέγη! Τα φαινόμενα απατούν, ο γιάπης μασκαρεύει τη φτώχεια του πίσω από τις καλοφορεμένες γραβάτες. Η ανθρωπιά εμφανίζεται πρώτη φορά στο φιλμ από τη συμπεριφορά της ζητιάνας (πρώην πόρνης;), η πόρτα της αλληλεγγύης ανοίγει, έστω με ένα ευτελές τίμημα. Ο σκηνοθέτης Κώστας Τατάρογλου και οι δύο κεντρικοί του ηθοποιοί εκπλήσσουν θετικά, σε ένα φινάλε που αφήνει ωστόσο ανοιχτή την ίδια πόρτα και για άλλες ερμηνείες…

La ultima hija

Το νέο ντοκιμαντέρ της Εύης Καραμπάτσου είναι μια σαφώς καλύτερη δημιουργία από το μάλλον άστοχο της ίδιας για τον Αλέξη Ακριθάκη, που είχε προηγηθεί. Διαθέτει μια πολύ δυνατή ιστορία, αυτή μιας γυναίκας που αφοσιώνεται τα τελευταία 18 χρόνια στην αποκατάσταση της αξιοπρέπειας νεογέννητων που βρέθηκαν νεκρά πεταμένα σε μια χωματερή στη Χιλή. Και δεν είναι λίγα! “Τουλάχιστον να αποκτήσουν ένα όνομα” ακούγεται να λέει η “πρωταγωνίστρια” του φιλμ, μια γυναίκα με απίστευτη ψυχική δύναμη, που ασχολείται με τα μικρά πεθαμένα αγγελούδια σαν να ήταν η βιολογική τους μάνα, προκειμένου να τα δει θαμμένα σε ένα κανονικό μνήμα, αφού είδαν έστω για λίγα δευτερόλεπτα το φως της ζωής, ανέπνευσαν τον αέρα, προτού τα πνίξουν ή τα πετάξουν ζωντανά στα σκουπίδια για να βρουν εκεί τον τραγικό τους θάνατο.

Με κοντινά στο πρόσωπο τούτης της γυναίκας, της οποίας το γλυκόπικρο χαμόγελο -καθώς αφηγείται- ταράζει, αλλά και με πλάνα εφιαλτικά από παραγκουπόλεις και τα σοκάκια τους, μας βοηθά να νιώσουμε τον εφιάλτη της διαβίωσης σε μια κοινωνία τόσο φτωχή που να τα σκοτώνει για να μην έχει να τα θρέψει ή τόσο άρρωστη που να είναι αναγκασμένη να εγκληματεί σε βάρος τους και να τα κρύβει γιατί είναι καρπός αιμομιξιών και βιασμών. Πολύ δυνατό θέμα, άρτια οπτικοποίηση.

Έκτορας Μαλό – Η τελευταία μέρα της χρονιάς

Δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η Ζακλίν Λέντζου ήρθε για να μείνει στον ελληνικό κινηματογράφο. Μετά την έξοχη “Αλεπού” (και πριν την πρώτη της μεγάλου μήκους;), το φιλμ “Έκτορας Μαλό – Η τελευταία μέρα της χρονιάς” έρχεται να το επιβεβαιώσει, με την αρτιότητα κάθε πλάνου και την ικανότητα να διαχειρίζεται το χωροχρόνο. Έχοντας και το εφόδιο του εξαιρετικού μοντάζ της Δώρας Μασκλαβάνου, καταγράφει στιγμές από μια μέρα στη ζωή μιας νέας κοπέλας (άριστη η Σοφία Κόκκαλη). Μιας μέρας όχι οποιασδήποτε, αλλά της Παραμονής Πρωτοχρονιάς, με όσες ιδιότητες της προσδίδουμε: Είναι τότε που αλλάζει το έτος, που ελπίζουμε ότι θα σηματοδοτήσει και αλλαγές στη ζωή μας.

Το μικρό κορίτσι που ανέκαθεν έμοιαζε σαν να ήταν από άλλο πλανήτη, δεν έχει πάψει ουσιαστικά να νιώθει έτσι, να βιώνει τη μοναξιά μέσω των σχέσεών του με τους άλλους γύρω του. Είτε γιατί το περίφημο μυθιστόρημα του Μαλό τη σημάδεψε από μικρή με τον τίτλο του (“Χωρίς οικογένεια”). Είτε γιατί ο έρωτάς της δεν φαίνεται να έχει την ίδια ανταπόκριση. Είτε γιατί ακόμα και στις κοριτσοπαρέες της είναι αυτή που δεν χωράει στο κάδρο, η παρείσακτη. Είτε γιατί στις μεγαλόσχημες συγκεντρώσεις οικογενειών και φίλων το μόνο που της χαρίζει αποδοχή είναι ένα χοντροκομμένο ανέκδοτο. Είτε -τέλος- γιατί ανακαλύπτει πως το μόνο πλάσμα που την αγαπά τόσο ώστε να την εμπιστεύεται απόλυτα, να την αφήνει να έρθει σε επαφή μαζί του, να την κοιτά αγαπησιάρικα στα μάτια είναι ο σκύλος (αρκούδος;) της…

Ο Ευρωπαίος πολίτης

Πολιτική αλληγορία με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, θα ήταν ένας κάποιος χαρακτηρισμός τούτης της ταινίας. Μιλά για μια Ένωση Φιλελεύθερων Αριστερών Δημοκρατιών, που διαδέχεται τη διαλυμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, και στοχεύει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, της φτώχειας, της μετανάστευσης και του εξτρεμισμού. “Ένωση, Αφοσίωση, Τάξη, Πίστη” (κατά το δικό μας αλήστου μνήμης “Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια”) είναι το σλόγκαν της νέας εποχής.

Κάπως έτσι ξεκινά ένα κακογραμμένο, κακοσκηνοθετημένο και κακοερμηνευμένο φιλμ, που υποτίθεται θέλει να καταγγείλει ότι όλοι μας επιθυμούμε να απολαμβάνουμε τα δικαιώματα που μας προσφέρει η ιδιότητα και ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη, αλλά δεν αναλαμβάνουμε τις υποχρεώσεις που τη συνοδεύουν. Δεν στρατευόμαστε υπερήφανα γι’ αυτήν! Και το πιο ανησυχητικό; Η φοβερή προειδοποίηση του τέλους: “To be continued” (“συνεχίζεται”) μας απειλεί ξεκάθαρα ο κοινωνιολόγος Νίκος Καμπέρης…

The penal colony

Η ταινία των Μάνου Τσίζεκ και Λίντσεϊ Αλικσανιάν βασίζεται στην πραγματική ιστορία της φυλάκισης της Νάντια Τολοκονίκοβα, μέλος της πανκ ροκ μπάντας των Pussy Riot, που συνελήφθησαν μετά από ένα δρώμενο διαμαρτυρίας που πραγματοποίησαν μέσα σε εκκλησία και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης. Η Τολοκονίκοβα μεταφέρθηκε στη φυλακή, σε μια σωφρονιστική αποικία (“The penal colony”), όπου βίωσε, όπως και οι συγκρατούμενές της, συμπεριφορές και μεθόδους παρεμφερείς με εκείνες στα κάτεργα άλλης εποχής.

Μετά από απεργία πείνας που πραγματοποίησε, αφέθηκε ελεύθερη με χάρη του Προέδρου Πούτιν, αφού είχε πετύχει να γίνουν γνωστές οι απάνθρωπες συνθήκες που συνάντησε. Αυτά αναπαριστούν οι δύο σκηνοθέτες, σε μια ταινία που θέλει να καταδείξει τα κακώς κείμενα στις φυλακές της Ρωσίας, αλλά και πολλών άλλων χωρών του “πολιτισμένου” κόσμου. Συμβατική η κινηματογράφηση και λανθασμένη η επιλογή της αγγλικής γλώσσας, που έγινε προφανώς για ευκολότερη πρόσβαση στο διεθνές κοινό, αλλά δεν λειτουργεί καλά…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑