Festivals 40ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας: στο νήμα του τερματισμού!

23 Σεπτεμβρίου 2017 |

0

40ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας: στο νήμα του τερματισμού!

Αφού επαναλάβουμε ότι, από το μεγάλο όγκο των 66 ταινιών του ελληνικού προγράμματος, επιλέγουμε έναν όχι ευκαταφρόνητο αριθμό όσων μας έκαναν την καλύτερη εντύπωση και αναφερόμαστε σ’ αυτές, περνούμε στο τρίτο και τελευταίο μέρος. Προς το κλείσιμο προβάλλονται πάντα οι πιο «δυνατές» δημιουργίες και η φετινή Δράμα δεν υπήρξε εξαίρεση. Έτσι, στα προγράμματα της Πέμπτης και της Παρασκευής εντοπίσαμε 10 φιλμ στα οποία και θα αναφερθούμε εδώ εκτενώς.

 Έλλη

Η τηλεόραση παίζει στο βάθος. Οι ειδήσεις μιλούν για το ληστή που έμεινε κλεισμένος 14 ώρες σε μια ντουλάπα στον τόπο του εγκλήματος, την οποία οι αστυνομικοί δεν σκέφτηκαν να ανοίξουν. Στο πλάνο σύντομα βλέπουμε μια ηλικιωμένη γυναίκα, που ακούει τα νέα, ενώ παράλληλα κάνει τις δουλειές της στην κουζίνα. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά. Ώσπου ακούγεται ένας θόρυβος από την εξώπορτα. Ένα κλειδί στην κλειδαριά, ένας νέος κουκουλοφόρος άνδρας μπαίνει στο σπίτι…

Η «Έλλη» είναι μια γυναίκα στην τρίτη ηλικία. Το ότι προφανώς έχει και έναν τύπο άνοιας επιδεινώνει την κατάσταση, είναι άλλωστε και δραματουργικά αναγκαίο για την ιστορία μας. Στόχος είναι, ωστόσο, να επισημανθούν πράγματα, σαν τον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, την τρομολαγνεία που διαλέγουν ως γραμμή για να πετύχουν νούμερα τηλεθέασης ή αναγνωσιμότητας. Αυτό είναι το ένα θέμα της ταινίας. Όμως υπάρχει και κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: το χάσμα γενεών, η αδυναμία του μεγαλύτερου να αντιληφθεί τη συμπεριφορά, την εμφάνιση, τις κινήσεις του μικρότερου. Η ανικανότητα, φυσιολογική σε ένα βαθμό, «να διδάξεις σε ένα γέρικο σκυλί νέα κόλπα».

Ήδη από τα ζενερίκ, ο σκηνοθέτης Μιλτιάδης Χρηστίδης φανερώνει τι είναι η ηρωίδα του. Η γραφή του ονόματος «Έλλη» είναι η παλιά, υπάρχει δηλαδή και «ψιλή», πνεύμα. Γιατί η Έλλη δεν έχει συνηθίσει στο νέο, ζει στο δικό της παλαιό κόσμο, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί. Μέσα της υπάρχει ο φόβος του εισβολέα, γνωστός από πλήθος θρίλερ, ο φόβος του κουκουλοφόρου, που έχει έντεχνα συνδεθεί κύρια με τον αλήτη και όχι με τη μόδα της εποχής, ο φόβος του άγνωστου, ο φόβος… Γενικώς!

Το εισιτήριο

Κάποτε το αντικείμενο του πόθου ήταν μία λίρα. Που όχι σπάνια αποδεικνυόταν κάλπικη. Τώρα πια, όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, ελέω της ανέχειας, μπορεί ακόμα κι ένα εισιτήριο του μετρό να αποτελέσει αντικείμενο του πόθου. Αυτό μας αφηγείται ο Χάρης Σταθόπουλος, μέσω της διαδρομής ενός εισιτηρίου στα χέρια ανθρώπων μέσα σε μιάμιση ώρα.

Μια γυναίκα απελπισμένη από τη διαρκή και άκαρπη αναζήτηση δουλειάς. Ένας μετανάστης, παράνομος μικροπωλητής, που σέρνεται αριστερά – δεξιά και δέχεται άκομψη μεταχείριση στην προσπάθεια απλά να βγάλει τα προς το ζην. Ένας «ανώτερης ηθικής» μεσήλικας, που κρατά το εισιτήριο μόνο και μόνο για να βγάλει τα ρατσιστικού τύπου απωθημένα του και «δαγκώνεται» μόνο όταν δεν υπάρχει πια επιστροφή, δύο έφηβοι που επενδύουν τις ελπίδες τους για το μέλλον σε «δουλειές με φούντες», κάτω από τον ίσκιο του ένδοξου παρελθόντος. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Και κάπου ανάμεσα ένα εισιτήριο για… αλλού. Επειδή ο κόσμος έφτασε να κυνηγά τη σκιά του, να καταδιώκει τους ταλαίπωρους αντί να τους βοηθά να ξεπεράσουν τα αμέτρητα εμπόδια που ορθώνονται μπροστά τους!

Heimlich

Ένα σπίτι που αποπνέει εγκατάλειψη. Ο ένοικός του μοιάζει αποχαυνωμένος. Να’ ναι η κάψα του καλοκαιριού; Να είναι η παντελής έλλειψη ενδιαφερόντων; Η εικόνα είναι παραίτησης. Είναι δυνατόν από το πουθενά να εμφανιστεί κάτι που να διαταράξει αυτή την υποτιθέμενη ηρεμία; Ναι, αν έχει τη μορφή του απόλυτου πειρασμού, της ονείρωξης! Τότε ο βάλτος στον οποίο ζει ο ήρωας του Heimlich θα δείξει μια κάποια κινητικότητα…

Ο Κώστας Μπακούρης σκηνοθετεί, με τη βοήθεια των ερμηνειών του Μάκη Παπαδημητρίου και της Ιούς Ασηθιανάκη, πετυχημένα μια ταινία του φανταστικού. Μια ταινία για τον εισβολέα που πετυχαίνει το στόχο, όταν «ντυθεί» (ίσως και γδυθεί, αν διαθέτει το κατάλληλο κορμί!) κατάλληλα. Τον εισβολέα, που δεν μπορείς να σταματήσεις, άπαξ και του δώσεις καταρχήν ζωτικό χώρο για να κινηθεί. Τότε το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι να τελείς ταχύτατα υπό κατάληψη. Η ονείρωξη να μετατραπεί σε πολλαπλό εφιάλτη, το μυαλό να χάσει τελείως τον έλεγχο. Γιατί εκεί, στον εγκέφαλό μας παίζονται όλα…

Testing Greta

Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια πολύ εντυπωσιακή γυναίκα; Μπορεί ένα ωραίο πρόσωπο να καλύπτει προβλήματα αλλού; Στο κορμί, στη συμπεριφορά, στο νου; Κάτι φαινομενικά αψεγάδιαστο, «μια Γκρέτα Γκάρμπο», όπως ακούμε να την αποκαλούν στην αρχή, ουσιαστικά είναι μια τεράστια ανοιχτή πληγή. Πληγή σωματική και ψυχική, που ίσως να πρωτοπροέκυψε και «παιχνιδιάρικα», προτού γίνει κάτι που τρομάζει όταν αποκαλύπτεται. Ίσως, δηλαδή, από μια αρχική συγκατάβαση ο έλεγχος τελικά να ξέφυγε!

Η Άμπι Λούκας κάνει ένα φιλμ για να καταγγείλει τη βία εν οίκω, τη συζυγική βία, τη βία κατά των γυναικών. Καθόλου σπάνια δυστυχώς περιστατικά σαν τούτο που μας περιγράφει το “Testing Greta”, που κερδίζει το παιχνίδι ακριβώς χάρη στις ευρηματικές ανατροπές του. Γιατί δεν αρκούν στο σινεμά οι καλές προθέσεις, χρειάζεται και ικανότητα στο σενάριο και τη σκηνοθεσία, που φαίνεται ότι τη διαθέτει επαρκώς.

Στιγμή

Μια στιγμή… μια ζωή. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος! Ή, αν το προτιμάτε κινηματογραφικότερα «Μια αιωνιότητα και μια μέρα»… Ο ενίοτε σοφός λαός έχει διατυπώσει ουκ ολίγες παροιμίες πάνω στο θέμα του χρόνου. Γεγονότα που δεν περίμενες ποτέ να συμβούν, που θεωρούνταν απίθανα, έξαφνα έρχονται και αλλάζουν ζωές. Φτιάχνουν ή –συχνότερα- καταστρέφουν.

Ο Κωνσταντίνος Ξενάκης είναι πίσω από την κάμερα σε αυτό το 5λεπτο φιλμάκι, που παρακολουθεί μια μάνα να προσπαθεί να συμμαζέψει – τακτοποιήσει το δωμάτιο του γιου της, ένα δωμάτιο γεμάτο από δείγματα οργής του, προς το σπίτι, προς την κοινωνία, προς τη ζωή που του είπαν να ζήσει. Οι γονείς, μια και στα τελευταία κάδρα μπαίνει και ο πατέρας, έχουν συμβιβαστεί με την έκρηξη του γιου που διαφαίνεται. Όμως, τους τρώει και το σαράκι, τρέμουν την πιθανότητα η οργή να τον καταστήσει παράπλευρη απώλεια σ’ έναν ακήρυχτο πόλεμο κράτους – πολιτών. Και ένα απλό τηλεφώνημα, αν χτυπήσει ακατάλληλη στιγμή, προκαλεί σύγκρυο…

Σουτζουκάκια

Ένα ζευγάρι ετοιμάζεται να γευματίσει. Φαίνονται πολύ αγαπημένοι, αλλά πολύ γρήγορα παρατηρούμε ότι ο άνδρας δεν δείχνει και τόσο ενθουσιασμένος με όσα η γυναίκα του έφτιαξε με κόπο με τα χεράκια της. Σταδιακά αρχίζει να της επιτίθεται λεκτικά, αλλά εκείνη υπομένει στωικά όλες του τις προσβολές. Μοιάζει να είναι η τέλεια σύντροφος κι όμως την κακομεταχειρίζεται. Παρεμβάλλονται, μάλιστα, πλάνα που τον δείχνουν να μιλά ανοιχτά σε κάποιον άλλο και να μην αφήνει τίποτα κρυφό για όσα του αρέσουν στο άλλο φύλο. Τι συμβαίνει, λοιπόν;

Ο Χρυσόστομος Μπάρμπας σκηνοθετεί μια ταινία για την τέλεια σχέση. Έστω ότι όλα αυτά που λατρεύεις ενσαρκώνονται σε ένα πρόσωπο, που μάλιστα είναι και όμορφο. Που καθρεφτίζει απόλυτα τις επιθυμίες σου! Θα κυλήσουν όλα ανέφελα μέχρι τέλους; «Ους ο Θεός συνέζευξε άνθρωπος μη χωριζέτω»; Τίποτα δεν θα χαλάσει τον ιδανικό κι απόλυτο έρωτα; Ουτοπική κάθε τέτοια σκέψη! Από μόνος του ο χρόνος θα μετατρέψει τη γλυκιά καθημερινή συνήθεια σε ρουτίνα, θα τη φθείρει εξοντωτικά. Αυτός δυστυχώς είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση! Ούτε μια «κατά παραγγελία» συντροφιά δεν εγγυάται κάτι διαφορετικό. Και η ζωή δεν έχει πλήκτρο απενεργοποίησης…

Επίσκεψη

Ο Γιάννης Ζαφείρης γυρίζει μια έξυπνη σύντομη ταινία (διάρκειας 6 λεπτών) που λέει πολλά για τη σημασία της απώλειας. Όταν χάσεις κάποια πρόσωπα που ήταν η ζωή σου, δεν θα πάψεις να τα βλέπεις μπροστά σου, να σε παρακινούν στα επόμενά σου βήματα, να γλυκαίνουν… πικρά τις αναμνήσεις σου. Διότι αυτό το γλυκόπικρο χαρακτηρίζει όσα έπονται θανάτων αγαπημένων προσώπων.

Παράλληλα με αυτό, ο δημιουργός τονίζει τη δύναμη της θέλησης. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι τόσο αποφασισμένος, ώστε παραμερίζει ακόμα και τις φυσικές του αδυναμίες, τα κουσούρια που έχει –εκ της φύσης ή επίκτητα δεν έχει σημασία- για να πραγματωθεί ο στόχος του, το τάμα του. Αυτό άλλωστε τον καλεί να πράξει η ψυχή του…

Ράγες

Όπως και «Το εισιτήριο», οι «Ράγες» έχουν ως χώρο δράσης το μετρό. Το ενδεχόμενο ενός φρικτού ατυχήματος εκεί, που ευτυχώς δεν έχει συμβεί (κι ελπίζουμε ότι ούτε στο μέλλον θα ζήσουμε κάτι παρόμοιο) ενέπνευσε φέτος δύο διαφορετικά πρόσωπα. Στην περίπτωση της Ελίνας Φέσσα δεν υπάρχει η λογική της κάλπικης λίρας, που ακολουθεί ο Χάρης Σταθόπουλος, αλλά περισσότερο εκείνη της «Στιγμής» (όπως στο φιλμ του Κωνσταντίνου Ξενάκη).

Η μοίρα, το πεπρωμένο, το κισμέτ… Λένε πως «αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα», πόσο μάλλον αν τα κινήσει πιο κοντά στο Σινικό Τείχος! Σε έναν κοινόχρηστο χώρο, τίποτα δεν σε αφήνει ανεπηρέαστο. Συχνά δε, το όποιο συμβάν λειτουργεί καταλυτικά. Εντελώς όμως! Έτσι και στο φιλμ, ένα ανέμελο παιδικό παιχνίδι συντελεί καθοριστικά σε μιαν ανείπωτη τραγωδία. Και μετά η ζωή θα συνεχιστεί για τους επιζώντες, με το κλάμα και τις τύψεις να πνίγουν τη χαρά της επιβίωσης. Βλέπετε, ακόμα και σε πολιτισμένες κοινωνίες, ακόμα και χωρίς καμία πρόθεση εκ μέρους του προκαλούντος το τραγικό γεγονός, δεν είναι σπάνια η εφαρμογή του «Ο θάνατός σου, η ζωή μου». Αυτό μπορεί να είναι τυχαίο, ανεξήγητο, αλλά ίσως καμιά φορά έχει και τη μορφή θυσίας…

Καουμπόης

  • Πώς λειτουργούν τα «περίφημα» talent show διεθνώς, αλλά και πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα; Ποιοι επιλέγονται και γιατί;
  • Πώς προβάλλονται οι προσωπικότητες των συμμετεχόντων σ’ αυτά; Μήπως γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης; Ξεζουμίζονται και πετιούνται σαν σκουπίδια;
  • Πόσο διαφέρει τελικά το talent show από τη λογική των reality; Τη διαρκή από ένα σημείο και μετά ανάμειξη στις ιδιαίτερες στιγμές, που τελικά στήνονται για να «γράφουν καλά στην κάμερα»;
  • Πόσο ψεύτικα είναι γενικότερα τα ρεπορτάζ στις τηλεοράσεις, στα ραδιόφωνα, στα μέσα ενημέρωσης;
  • Πόσο πολύ “τραβάει ο οργανισμός μας” τα 5 λεπτά δημοσιότητας και τι είναι ικανός να υποστεί γι’ αυτά;
  • Μπορεί να επιζήσει στην εποχή μας «ένας φτωχός και μόνος καουμπόης»; Και σε τι διαφέρει από έναν Δον Κιχώτη, κυνηγώντας ο ίδιος νοερά γελάδια με το λάσο του;
  • Ρητορικές φυσικά οι ερωτήσεις. Χρησιμοποιώντας τη φόρμα του ψευδοντοκιμαντέρ (mockumentary) ο Γιάννης Χαριτίδης είναι η πιο απρόσμενη ταινία του 40ού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας, η πιο διαφορετική, ίσως και η καλύτερη. Και η σπαγγετικής υφής μουσική του Αλέξανδρου Σιδηρόπουλου στα έσχατα πλάνα ηχεί υπέροχα στ’ αυτιά μας!

    Κατάψυξη

    Η εξαιρετική ερμηνεία του Ακύλα Καραζήση αποτελεί το μέγιστο προσόν της ταινίας. Μιας ιστορίας καθημερινής για την ανεργία, τις δύσκολες σχέσεις και συμβιώσεις, τις διαλυμένες οικογένειες, την εξευτελιστική συχνότατα αναζήτηση εργασίας. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Νάκος επιλέγει να σταθεί στην πιο δυσβάσταχτη μορφή ανεργίας. Σ’ αυτή που πλήττει τους μεσήλικες, όντας μάλιστα «καλομαθημένοι» οι περισσότεροι οικονομικά κι εργασιακά, από τα προ κρίσης χρόνια.

    Οι εργοδότες διαλέγουν –εύγλωττα ως ένα βαθμό- τους πολύ νεότερους για να δουλέψουν, μια που και πιο ανθεκτικοί θα είναι λογικά και οικονομικότεροι και λιγότερο απαιτητικοί. Έτσι άνθρωποι που έφτιαξαν μία ή περισσότερες φαμίλιες, μένουν ξεκρέμαστοι κι απογοητευμένοι, αναγκάζονται να υποστούν ήττες στην αυτοπεποίθησή τους, να συμβιβαστούν με το ελάχιστο. Και μάλιστα να απολαμβάνουν στο τέλος τη γλύκα αυτής τους της ήττας, σαν να κέρδισαν. Το μη χείρον βέλτιστον; Ναι, αλλά ως πότε;




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑