Σπίτι μου (Acasă, My Home, 2020) | Radu Ciorniciuc
Μια οικογένεια, οι γονείς και τα εννέα παιδιά τους, λες και στις εσχατιές κάποιου χαμένου παραδείσου. Τα παιδιά τριγυρίζουν ξυπόλυτα, κυλιούνται στο χορτάρι, παρατηρούν τα ζώα, παίζουν, ψαρεύουν. Η μητέρα ετοιμάζει το φαγητό, ο πατέρας αράζει στη σκιά ενός δέντρου. Σύντομα, ένα εναέριο πλάνο φανερώνει ότι αυτό το σύμπαν με όλη την άγρια φύση του δεν βρίσκεται και τόσο έξω και μακριά — σύρριζα στην καρδιά του Βουκουρεστίου. Κάποτε, όταν «το σπίτι τους» μπαίνει στο πρόγραμμα για να γίνει πάρκο, αυτή η παράξενη οικογένεια υποχρεώνεται να επιστρέψει στον «πολιτισμό» και να προσαρμοστεί στους κανόνες της «φυσιολογικής» ζωής.
Τέσσερα χρόνια χρειάστηκαν για να ολοκληρώσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του ο Ράντου Τσορνίτουτς, που –για μένα– λάμπει διαμαντάκι στο φετινό διεθνές διαγωνιστικό. Σε απόσταση αναπνοής, διατηρώντας όμως τις αποστάσεις, ξετυλίγει θραυσματικά την καθημερινότητα της οικογένειας, από τις ανέμελες μέρες στην αυτοσχέδια όαση τους μέχρι και τη δύσκολη μετάβαση στον μάλλον ομοιόμορφο και συγχρονισμένο κόσμο της πόλης, εξερευνώντας τι σημαίνει σπιτικό, ευτυχία, ελευθερία να επιλέγεις τρόπο ζωής.
Αποφεύγοντας να εγκλωβιστεί σε δίπολα, δίχως να αναζητά τακτοποιημένες απαντήσεις, το ντοκιμαντέρ που μου έκλεψε φέτος την καρδιά φωτίζει τους αποκλεισμούς, το αφιλόξενο της σύγχρονης πόλης, αλλά και τις εσωτερικές συγκρούσεις και τα διλήμματα των «απόκληρων» πρωταγωνιστών του, δίχως να χάνει σε κινηματογραφικές αρετές.
Υπέροχη φωτογραφία, μαγευτικά νυχτερινά πλάνα και κοντινά που συλλαμβάνουν τις υπόκωφες εντάσεις. Το ζουμ στον Βάλι. Το βλέμμα μου στον Βάλι. Στον μεγάλο γιο. Παιδί και γονιός ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα στην πόλη και στο δάσος. Ενδιάμεσα. Δεν θα το παραδεχτεί ποτέ – ποιος είπε όμως πως είναι εύκολο σε έναν κόσμο καμωμένο με ξεκάθαρες γραμμές;
Ο βασιλιάς της κρουαζιέρας (King of the Cruise, 2019) | Sophie Dros
Η φάση είναι «Πλοίο της αγάπης». Απέραντο κρουαζιερόπλοιο, ατέλειωτη θάλασσα, εξωφρενικά φιλική στο μάτι παρακμή βουτηγμένη στην πολυτέλεια. Φυσικά, κι επιβάτες που περνάνε ζάχαρη (!), μεταξύ των οποίων και ο ζάπλουτος, κοσμογυρισμένος, εκκεντρικός Σκωτσέζος Ρόναλντ Μπους Ρέιζινγκερ Βάλε-καμιά-δεκαριά-ονόματα-ακόμη-αλλά-call-me-Ronnie, που με το «καλημέρα» συστήνεται ως βαρόνος. Θαμώνας από παλιά σε τέτοιες κρουαζιέρες, ο Ρόνι σουλατσάρει πέρα-δώθε, αφηγείται ιστορίες απ’ τη σούπερ ενδιαφέρουσα ζωή του σε όποιον βρεθεί στο διάβα του και, όπως φαίνεται με τη πρώτη ματιά, είναι η ψυχή του πάρτι.
Στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, με μοντάζ που (μας) κυλάει νεράκι, η Ντρος κινείται με άνεση από την ανοιχτωσιά του ωκεανού και των εξωτερικών χώρων στο κλειστοφοβικό των εγκαταστάσεων στα σπλάχνα του υπερογκώδους πλεούμενου, αλλά και στον βυθό αυτής της μικροκοινότητας εν πλω. Σύντομα, η εύλογη αμφιβολία για τη φερεγγυότητα της περσόνας με την κόκκινη κάπα δεν θα έχει και τόσο σημασία, καθώς, μες στα φωτεινά χρώματα και τη ζεστή συμμετρία του κοινότοπου, ζουμάρουμε στα ενδότερα των δωματίων αυτού του παράδοξου βασιλιά. Και αυτό από τα αγαπημένα του φετινού διεθνούς διαγωνιστικού.
Εντωμεταξύ, στη Γη… (Meanwhile on Earth / Samtidigt på Jorden, 2020) | Carl Olsson
Και, επιτέλους, τι γίνεται μετά τον θάνατο; Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Καρλ Όλσον επιχειρεί να εξερευνήσει το μεγάλο ερώτημα, αλλά κάπως πιο γειωμένα. Διεισδύοντας στα άδυτα της σουηδικής βιομηχανίας επικήδειων τελετών, με ευαισθησία και περίσσια προσοχή στη λεπτομέρεια, ο Όλσον προσφέρει μικρές φέτες της καθημερινότητας που βουίζει στους διαδρόμους ενός αθέατου –μάλλον μακάβριου– κόσμου.
Στο κάδρο, οι εργαζόμενοι που αναλαμβάνουν αγόγγυστα τα πρακτικά ζητήματα, την προετοιμασία και τη φροντίδα, μέχρι την τελευταία φτυαριά – και ο θάνατος ό,τι πιο «φυσιολογικό» στη ζωή. Μακρά φιξαρισμένα πλάνα, ψυχρή παλέτα, συμμετρία που ξυρίζει, και σκανδιναβικό χιούμορ στις ραφές υποδόριων αντιθέσεων, είναι ο τρόπος με τον οποίο αυτό το παραδόξως απολαυστικό ντοκιμαντέρ ψηλαφεί την υπαρξιακή αγωνία, μιλώντας ενδεχομένως σε ένα κοινό που δεν περιορίζεται μονάχα στους λάτρεις του Ρόι Άντερσον. Ανάμεσα στα εκλεκτά του διαγωνιστικού.
Καλωσήρθατε στην Τσετσενία (Welcome to Chechnya) | Ντέιβιντ Φρανς *
Ένα ντοκιμαντέρ που ρίχνει φως σε μια τραγική συνθήκη που μοιάζει βγαλμένη από μεσαιωνικούς εφιάλτες. Το πογκρόμ κατά των LGBTQ+ ανθρώπων στη σημερινή Δημοκρατία της Τσετσενίας, μέρος όχι κάποιας «μεσανατολικής κόλασης», αλλά της καθ’ όλα σύγχρονης Ρωσίας, φαντάζει εξωπραγματικό. Ο πόνος μιας ολόκληρης κοινότητας ανθρώπων που ποθεί τα στοιχειώδη και βρίσκεται αντιμέτωπη με το επονείδιστο πρόσωπο της κρατικής και παρακρατικής βίας, γνωρίζοντας αφάνταστη καταπίεση και περιθωριοποίηση, προξενεί ένα πυρηνικά άβολο συναίσθημα στον θεατή.
Δίνοντας τον πρώτο λόγο στη συνταρακτική φυσικότητα, δίχως περιττές μεθοδεύσεις και με καθαρή την εικόνα των τεκταινομένων, ο Φρανς καταγράφει μια γενοκτονία εν εξελίξει. Ακολουθώντας μια καινοφανή μέθοδο ψηφιακής αλλοίωσης των χαρακτηριστικών των θυμάτων, επιχειρεί να καταστήσει το κοινό μέρος μιας αθέατης και άγνωστης φρίκης και σοκάρει ιδίως μέσω των ερασιτεχνικών καταγραφών περιστατικών βίας και της κοντινής αποτύπωσης της αγωνίας που βιώνουν τα θύματα, τα οποία πασχίζουν να διαφύγουν.
Βρίσκει τις ρίζες μιας προσφυγιάς του μέλλοντος, ακούει κάθε κραυγή αλλά και κάθε ψίθυρο των προσώπων που ακολουθεί, ενώ επιλέγει να προσεγγίσει πολύπλευρα το κόστος των θυσιών στις οποίες υποβάλλονται οι διωκόμενοι. Φυσικά, πρόκειται για ένα αδιαπραγμάτευτα καταγγελτικό φιλμ, το οποίο όμως αναζητά λεπτές αποχρώσεις του τραύματος που προκαλεί το πογκρόμ.
Παράλληλα, ο Φρανς εκθέτει τις γελοιωδέστατες τοποθετήσεις της κυβέρνησης επί του θέματος, παρουσιάζοντας λόγια που σχεδόν αδυνατεί κανείς να πιστέψει ότι προέρχονται από επίσημα κρατικά χείλη. Η τραγελαφική άρνηση της ύπαρξης ομοφυλόφιλων ατόμων στη Τσετσενία, ως απάντηση του επίσημου τοπικού άρχοντα και εκλεκτού του Βλαντιμίρ Πούτιν, προξενεί ένα παράλογο μείγμα οργής και έκπληξης. Συνολικά, πρόκειται για ένα δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ που ταράζει εκθέτοντας πολύπλευρα τη φρίκη της κρατικής βίας και του ψυχικού αποτυπώματος που επιφέρει.
*Τα δύο κείμενα με αστερίσκα έχουν γραφτεί από τον Φίλιππο Χατζίκο
Βόρειο ρεύμα (Northern Drift, 2020) | Alexis Destoop
Στο βορειότερο σημείο της Ευρώπης· τοπίο που κόβει την ανάσα. Τα εκθαμβωτικά κάδρα δένουν ανά στιγμές με ψυχρό voiceover που διακόπτει τη σιωπή. Κι έπειτα, πλωτοί ερευνητικοί σταθμοί που δονούνται σε έναν παράξενο βόμβο, κουμπάκια, λαμπάκια, ερειπωμένα καταφύγια μισοθαμμένα στο χιόνι, σύνορα ρευστά, αχαρτογράφητα νερά, πύργοι ελέγχου. Και μια φυλακή που διαρκώς επεκτείνεται. Ανάμεσα σε ταξιδιωτικό ημερολόγιο, ανθρωπολογική μελέτη, φιλοσοφικό δοκίμιο, η ταινία –υπνωτιστική και ανησυχαστική ταυτόχρονα– ξεδιπλώνεται με πολλές σελίδες της να λείπουν. Ρεύμα που διαπερνά. Κάτι σαν βλέμμα από το μέλλον.
Τυφλή πίστη: ο Γουίλιαμ Φρίντκιν μιλά για τον Εξορκιστή (Leap of Faith: William Friedkin on the Exorcist, 2019) | Alexandre O. Philippe
Φωτογραφίες και κλιπ από τον θρυλικό «Εξορκιστή», όμως κυρίως ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, σόλο στην οθόνη, για σχεδόν δύο ώρες, ξεψαχνίζει την πιο διάσημη ταινία τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Θα μπορούσε να είναι βαρετό και αυτάρεσκο – όμως όχι. Αφού ο Αλεξάντρ Ο. Φιλίπ δεν είναι πρωτάρης στο είδος. Αλλά, μάλλον και περισσότερο, επειδή ο Φρίντκιν αποδεικνύεται ένας διαολεμένα γοητευτικός μαέστρος της αφήγησης. (Απίστευτο, μα όλα με μία λήψη!)
Σημείο παρατήρησης (Mirador, Lookout, 2019) | Antón Terni
Οκτώ χρόνια μετά το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, ο Αντόν Τέρνι επιστρέφει με ένα χαμηλόφωνο, πανέμορφο διαμαντάκι από την Ουρουγουάη, από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του φετινού φεστιβάλ. Στο επίκεντρο ο Πάμπλο, που μένει κάπου κοντά στην ακτή. Φτιάχνει σπιτικά λικέρ, ηχογραφεί ποιήματα, καταγράφει σε κασέτες τις συνομιλίες με τους φίλους του, τη Βαλέρια και τον Όσκαρ, στις οποίες συχνά-πυκνά επιστρέφει μόνος, ενίοτε και όλοι μαζί, με μια αμηχανία για τις φωνές (τους) που δεν αναγνωρίζουν. Και οι τρεις είναι τυφλοί. Και περνάνε σούπερ παρέα. Κάμπινγκ στο δάσος, βουτιές στη θάλασσα, παιχνίδια, μουσικές, πολύωρες κουβέντες για μικρά και μεγάλα. Ο Τέρνι σημειώνει κάπου πως όταν γνώρισε τον Πάμπλο, πέντε χρόνια πριν, ένιωθε παντού ξένος. Καθώς γίνονταν φίλοι, «ένιωθε το παρόν να του γλιστρά μέσα από τα χέρια». Μια μέρα, έδεσε ένα μαντήλι στα μάτια του και περπάτησαν με τον Πάμπλο στους δρόμους του Μοντεβιδέο. «Εγκατέλειψα τον έλεγχο· παραδόθηκα· αφέθηκα. Ένιωθα, επιτέλους, ν’ αναπνέω και να βαδίζω δίχως εκείνη την πίεση να έχω έναν προορισμό».
Η ματιά του Τέρνι αγκαλιάζει τρυφερά τους τρεις φίλους, τα πράγματα, ενώ αφουγκράζεται προσεκτικά τις λεπτομέρειες, αφήνοντας χώρο να αναδυθούν ψίθυροι και μικρές λάμψεις που χάνονται συνήθως μες στο άπλετο φως κι εκείνη την αφόρητη διαφάνεια. Φλούδες μήλου που επιπλέουν στην κοιλιά μιας καράφας, ένα τζιτζίκι, τα στόρια που χαρακώνουν τον απέναντι τοίχο, η υφή των πεσμένων φύλλων. Διάρκεια: μία ώρα και κάτι, όμως… Κάτι σαν πέρασμα, και ο χρόνος –ένιωθα– ανά στιγμές να διαστέλλεται. Εκπληκτική κινηματογράφηση· λάτρεψα το παιχνίδι με τις αντανακλάσεις, τις σκιές, το θόλωμα, τη σεκάνς στην παραλία, στη συναυλία και στο δάσος· στο δάσος που αλλού και αλλιώς όχι μόνο οι αισθήσεις. Κι ένα φινάλε που ξαφνιάζει. Με το λαχάνιασμα που έχει κανείς, όταν κάνει ποδήλατο στα τυφλά.
Υφάντρες|Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος *
Οι Υφάντρες του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου αφηγούνται μία εν πολλοίς άγνωστη στο ευρύ κοινό ιστορία, που μοιάζει να έχει κλειστεί στο χρονοντούλαπο κάποιου πρόχειρου και βεβιασμένου εκσυγχρονισμού. Το μακρινό 1963, στο χωριό Βλάστη της Κοζάνης, μία σουηδική φιλανθρωπική οργάνωση δημιούργησε ένα εργοστάσιο υφαντουργίας το οποίο έμελε να λειτουργήσει για αρκετά χρόνια και να συνδέσει το όνομά του με τον, σήμερα σχεδόν ερημωμένο, τόπο της ελληνικής υπαίθρου.
Παράγοντας πάσης φύσεως υφαντά ξακουστής ποιότητας, το εργοστάσιο θεμελιώθηκε στη δουλειά κατά κύριο λόγο των γυναικών της περιοχής. Κατά τις μέρες της δόξας του, εξήγαγε τα προϊόντα του σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι γυναίκες που το στελέχωσαν βίωσαν μία de facto χειραφέτηση, δίχως πανηγυρικούς τύπους και αγωνιστικές κραυγές. Για μερικές δεκαετίες, σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της ορεινής Μακεδονίας, η ζωή της κοινότητας ακολούθησε τον δικό της ρυθμό, χάρη στο «Σουηδικό», όπως το αποκαλούσαν οι ντόπιοι.
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος μας ξεναγεί στους χώρους του κτιρίου όπου κάποτε λειτουργούσε το εργοστάσιο, ακολουθώντας τις αφηγήσεις των γυναικών που πέρασαν τα χρόνια τους παράγοντας υφαντά. Συνθέτει μία αφήγηση που περιστρέφεται γύρω από την εγκατάλειψη, χωρίς όμως να την παρατηρεί μοιρολατρικά. Τα γεμάτα κλωστές και υφάσματα ράφια , τα συρτάρια που διαθέτουν ακόμα το απαραίτητο υλικό, οι αργαλειοί, όλα μοιάζουν να προσκαλούν για επαναλειτουργία.
Το «Σουηδικό» έκλεισε, όχι γιατί προδόθηκε από τους ιδρυτές του ή τους διαδόχους τους, αλλά επειδή κάτι τέτοιο υπαγορεύτηκε από τις συνθήκες της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 1980. Και στο βάθος τούτης της γλυκόπικρης σιωπής που αφουγκράζεται ο Κουτσιαμπασάκος, γεμάτης από αναμνήσεις και όνειρα, μπορεί κανείς να ακούσει τους ήχους των αργαλειών που κάποτε δούλευαν με ζέση οι γυναίκες και να φανταστεί τα πολύχρωμα υφάσματα που φωτίζουν την ερημιά του εργοστασίου.
*Τα δύο κείμενα με αστερίσκα έχουν γραφτεί από τον Φίλιππο Χατζίκο
Η μουσική των πραγμάτων (2020) | Μένιος Καραγιάννης
Η ματιά του Μένιου Καραγιάννη είχε διαφανεί στο ελληνικό τμήμα του 19ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, όπου προβλήθηκε η ταινία του Deadline (2017). Εδώ, ένας μουσικός, ένας ξυλουργός κι ένας φωτογράφος. Βυθισμένοι. Αφοσιωμένοι σε αυτό που κάνουν. Μικρές, καθημερινές τελετουργίες. Πειραματισμοί. Μετωπική σύγκρουση με τα πράγματα, που πάει να πει: πανηγύρι των αισθήσεων. Το θρόισμα των φύλλων, το μαλακό ροκανίδι κάτω απ’ το γυμνό πέλμα, η ψύχρα της πέτρας, όπως ακουμπά η πλάτη στον βράχο. Χωρίς λόγια. Αλλά: η μουσική που γίνεται, καθώς γίνεται. Πληθυντικός: οι μουσικές. Που μπλέκονται. «Τα μικροπράγματα», θυμάμαι να μεταφράζει ο Ε. Χ. Γονατάς από τις Φωνές του Porchia, «είναι το αιώνιο, και το υπόλοιπο, όλο το υπόλοιπο, το σύντομο, το πολύ σύντομο». Αναρωτιέμαι τι να άκουγε κάποιος άλλος; Τι να έβλεπε, ενώ θα έβλεπε την ταινία, που προσκαλεί σε δρόμους οι οποίοι φέρνουν σε κέλυφος σαλιγκαριού.