What's On Ο Γιος της Σοφίας

30 Νοεμβρίου 2017 |

0

Ο Γιος της Σοφίας

Σκηνοθεσία: Ελίνα Ψύκου

Παίζουν: Βίκτορ Κόμουτ, Βάλερι Τσεπλάνοβα, Θανάσης Παπαγεωργίου

Διάρκεια: 111′

Αθήνα, 2004. Ή καλύτερα «Αθήνα 2004». Ο εντεκάχρονος Μίσα έρχεται στην Ελλάδα για να συναντήσει τη μητέρα του, η οποία βρίσκεται ήδη δύο χρόνια στην πρωτεύουσα. Αυτή τον υποδέχεται στο καινούριο του σπίτι και του γνωρίζει τον κ. Νίκο, τον εβδομηντάχρονο ιδιοκτήτη του σπιτιού. Ο μικρός, που νόμιζε ότι ο Νίκος είναι αφεντικό της μητέρας του, ανακαλύπτει ότι στην πραγματικότητα είναι ο νέος της σύζυγος.

Ένας γάμος που τελέστηκε με ακραιφνώς ωφελιμιστικά κριτήρια, όχι όμως ταπεινά. Η Σοφία αναζητούσε ένα καλύτερο μέλλον για το γιο της και αυτό απαιτούσε να παντρευτεί τον συντηρητικό γηραιό Έλληνα, ώστε να μπορεί το παιδί να θεμελιώσει δικαίωμα νόμιμης μετακίνησης από τη Ρωσία στην Ελλάδα.

Η ταινία της Ελίνας Ψύκου διαθέτει αρκετούς άξονες, με πρώτο και κύριο αυτόν της ενηλικίωσης και της προσωπικής ταυτότητας. Ο Μίσα καλείται να μεγαλώσει απότομα, μέσα σε ένα περιβάλλον που κάτω από την αφθονία κρύβει τον ηθικό ξεπεσμό μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η Ελλάς του 2004 είναι μια χώρα που θριαμβεύει διεθνώς και επιδεικνύει με μανία τις «επιτυχίες» της. Εκείνο το μυθικό καλοκαίρι των Ολυμπιακών Αγώνων, η χώρα πλέει στα σύννεφα. Ο Έλληνας προτάσσει το κόμπλεξ ανωτερότητάς του απέναντι στους αλλοδαπούς. Κομπορρημονεί με περίσσιο θράσος για την πολιτισμική, γλωσσική και ιστορική του ανωτερότητα. Ως μία εκ των κυρίαρχων αρετών του φυσικά προβάλλει η αγία ελληνική οικογένεια.

Κατά κύριο λόγο, τα συμπλέγματα αυτά εκφράζονται στην ταινία -σε σημεία κάπως άκομψα- από τον Νίκο. Μία πατρική φιγούρα που καταπιέζει τον νεαρό Μίσα αρνούμενη να δεχτεί τη δική της φθορά. Μάχεται ως την τελευταία του ικμάδα να τον εξελληνίσει, καθώς στο αναχρονιστικό μυαλό του πας μη Έλλην βάρβαρος και απολίτιστος. Σε μία νέα πατρίδα, που μοιάζει να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν μόνο αν τον κάνει σαν τα μούτρα των πολιτών της και κατά τα άλλα αδιαφορεί για την ύπαρξή του, ο Μίσα πρέπει να προσδιορίσει τον εαυτό του.

Η Σοφία, μια συμπαθής πλην τραγική φιγούρα, παλεύει μάταια να κρατήσει τις ισορροπίες με όπλο την αγνή και άδολη μητρική αγάπη. Ο γιος της στερείται βίαια την παιδική του ανεμελιά κ αυτή αδυνατεί να δώσει ένα τέλος στην άδικη αυτή διαδικασία, παρά τις προσπάθειές της. Στην πραγματικότητα, το μόνο μέσο αντίστασης που έχει απομείνει στον Μίσα είναι η ίδια του η παιδικότητα, η οποία εκφράζεται κινηματογραφικά με τις ονειρικές παρεκβάσεις, ιδανικές αποδράσεις του μικρού από τη ζοφερή πραγματικότητα.

Η Ψύκου, δίνοντας μεγάλη έμφαση στα στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, επιθυμεί να δημιουργήσει ένα σκοτεινό παραμύθι. Σκηνοθετεί τα νοητικά ταξίδια του μικρού με στοργή, αλλά και κάποια επιτήδευση. Προσπαθεί να εκφραστεί περισσότερο μέσω της εικόνας και λιγότερο μέσω του λόγου, στοχεύοντας απευθείας στο συναίσθημα του θεατή. Είναι λοιπόν σαφές ότι η αισθητική έχει τον πρώτο λόγο και εκεί έχει δοθεί το μεγαλύτερο βάρος. Το αποτέλεσμα είναι οπτικά εντυπωσιακό δίχως αμφιβολία. Όσο όμως η ταινία αναπτύσσεται, αδυνατεί να διατηρήσει το συναισθηματικό της φορτίο στο ίδιο επίπεδο. Έτσι, μοιραία περιορίζεται σε κάποιο βαθμό και η ψυχική σύνδεση του θεατή με το έργο.

Παρά τις όποιες αστοχίες, ο «Γιος της Σοφίας» είναι μια ταινία που κερδίζει το θεατή και διατηρεί το ενδιαφέρον του. Η Ψύκου, τέσσερα χρόνια μετά την «Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», αποδεικνύεται ξανά μια εξαιρετική ανατόμος της ελληνικής κοινωνίας. Μέσω της εύστοχης χαρακτηρολογίας, καταδεικνύει χωρίς φόβο την βαθιά προβληματική νοοτροπία του Έλληνα, αποφεύγοντας ως επί το πλείστον τις κορώνες και τις εύκολες επιλογές. Παράλληλα, είναι έκδηλες οι επιρροές της σκηνοθέτιδος από άλλους Έλληνες συναδέλφους της, όπως ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Πάνος Κούτρας. Συνολικά λοιπόν, το εν λόγω φιλμ συνιστά μια αρκούντως ενδιαφέρουσα κινηματογραφική εμπειρία και ένα δείγμα ποιοτικού ελληνικού σινεμά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑