What's On C’mon C’Mon

12 Δεκεμβρίου 2021 |

0

C’mon C’Mon

Σκηνοθεσία: Μάικ Μιλς

Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Γούντι Νόρμαν, Γκάμπι Χόφμαν

Διάρκεια: 108′

Ελληνικός τίτλος: «Η Ζωή Συνεχίζεται»

 

Ο Τζόνι είναι ένας ραδιοφωνικός παράγωγος που παίρνει συνεντεύξεις από παιδιά σε όλη την επικράτεια των ΗΠΑ, θέτοντας τους ερωτήσεις για τη ζωή, το μέλλον ή την καθημερινότητά τους. Ενώ βρίσκεται στο Ντιτρόιτ δέχεται ένα τηλεφώνημα από την αδερφή του, με την οποία έχει απομακρυνθεί μετά τον θάνατο της μητέρας τους. Του ζητά να προσέχει για λίγο καιρό τον εννιάχρονο γιο της, τον Τζέσι, προκειμένου να επισκεφθεί τον πάσχοντα από οξεία διπολική διαταραχή σύζυγό της. Έτσι, ο Τζόνι μεταφέρεται στο Λος Άντζελες και αποκτά έναν απρόσμενο συνοδοιπόρο στις περιπλανήσεις του.

Ως δημιουργός χαρακτηριστικής ευαισθησίας απέναντι στους χαρακτήρες του και αφάνταστης κατανόησης για τη σωρεία των ανθρώπινων λαθών που ορίζουν τις σχέσεις, ο Μάικ Μιλς προσθέτει με τη διακριτική παρουσία του ένα σημαντικό γαλόνι στη στολή του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Εδώ και πάνω από μία δεκαετία, παραμένει προσηλωμένος σε μία λογοτεχνίζουσα αφήγηση μέσω της οποίας επιδιώκει να εξερευνήσει με τρυφερότητα τα βάθη των αντιφάσεων σε μια σειρά από χαρακτήρες που μοιάζουν πρόθυμοι και συγχρόνως ανήμποροι να διαβούν την τέφρα των συναισθηματικών τους αδιεξόδων. Μετά το «Beginners» και το «20th Century Women», λοιπόν, το «C’mon C’Mon» συνιστά μάλλον το πεδίο όπου οι αρετές του γνωρίζουν την ωριμότερη και εναργέστερη έκφρασή τους.

Μέσω του Τζόνι, ο οποίος εντάσσεται αμιγώς στο παραπάνω χαρακτηρολογικό πλαίσιο, ο Μιλς εκθέτει στοργικά τις απογοητεύσεις της ενήλικης ζωής, τα ασήκωτα φορτία της, τα σταυροδρόμια όπου μπορεί δύο αγαπημένοι άνθρωποι να πικράνουν ο ένας τον άλλον, την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε μεταξύ μας μέσα στις δαιδαλώδεις πόλεις μας, τις σιωπές που αντικαθιστούν τις εκρήξεις μας. Επιπλέον, τα αντιπαραβάλλει όλα με την παιδική ματιά (τόσο μέσω των απαντήσεων στις συνεντεύξεις όσο και ευθέως μέσω του μικρού Τζέσι), με την αφοπλιστική ευθύτητα και την απλότητα που τσακίζει κόκκαλα και δεν γνωρίζει υπεκφυγές, που ξέρει ενστικτωδώς να αναγνωρίζει πότε ο ενήλικας υπεκφεύγει φλυαρώντας και πότε όντως αφήνει μία χαραμάδα στην ψυχή του.

Μαζί με την εξοντωτική ενεργητικότητα, την παιχνιδιάρικη απειθαρχία και την υψηλή συναισθηματική οξύνοια που προξενεί άβολες καταστάσεις, ωστόσο, τα πλάσματα αυτά διαθέτουν ένα υπερπολύτιμο χάρισμα που τόσο λείπει από τους «μεγάλους»: η ίδια η παρουσία τους καλεί σε συμφιλίωση, σε συγχώρεση αλλήλων. Είναι μία έμβια πρόσκληση για τόπο στην οργή, φτάνει να είσαι εκεί για να τη λάβεις. Με άλλες λέξεις, είναι ένας πειστικός λόγος για να γίνει κανείς καλύτερος άνθρωπος, να μη το βάλει κάτω, να πιάσει αυτό το μικροκαμωμένο χέρι βοήθειας και να συνεχίσει να προσπαθεί.

«Πως να κρυφτείς απ’ τα παιδιά; Έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα». Ο Τζόνι, έκθετος καθώς αφήνεται απέναντι στην ορμητική και ανίκητη παιδική ευθυκρισία του ανιψιού του, επιλέγει να διαβεί το δρόμο που του ανοίγεται, να πλησιάσει ήσυχα το μέρος όπου έχει καταχωνιάσει τις πίκρες του και να ελευθερώσει τις δυναμικές τους. Η διαδρομή κάθε άλλο παρά βατή είναι ∙ είναι ενήλικη σύμβαση η καταπίεση των συναισθημάτων, επιτρέπει τη ψευδαίσθηση της ομαλότητας στην πορεία της ζωής. Ο Μιλς κινηματογραφεί τον χαρακτήρα συχνά μόνο και έτσι αποσπά κάθε λεπτομέρεια της μεγαλειώδους ερμηνείας του Χοακίν Φίνιξ, που εσωτερικεύει τη μοναξιά του με εκπληκτική φυσικότητα.

Όσο οι δυο τους αφουγκράζονται τις πόλεις που περνούν, με την ταινία να θυμίζει μία γλυκιά άσκηση πάνω στο ύφος της «Αλίκης στης Πόλεις» του Βιμ Βέντερς, οι χώροι αποκτούν την κινηματογραφική διάσταση που τους αρμόζει. Κάθε πόλη και κάθε χώρος είναι πατρίδα μίας μνήμης, μίας ψυχικής διεργασίας που φέρνει τους δύο σε μία κατάσταση που σημαδεύει τη σχέση τους. Ο Μιλς επιμένει πολύ την κινηματογράφηση των χώρων, και έτσι μετατρέπει αυτό το δράμα χαμηλών οικογενειακών εντάσεων σε μία αφήγηση του σύγχρονού πολύβουου αστικού βίου. Τα πάντα τελούν υπό τους ήχους των πόλεων που γοητευμένος καταγράφει ο μικρός, τα κτίρια, οι γέφυρες, η βοή των δρόμων στέκουν μάρτυρες της υπόσχεσης του Τζόνι προς τον ανιψιό του: «δε θα ξεχάσεις γιατί θα είμαι εδώ να σου θυμίζω», μία υπόσχεση παρουσίας που έχει περισσότερη αξία για αυτόν που την εκφωνεί.

Το μελαγχολικό ασπρόμαυρο κάδρο της ταινίας επιμελείται ο πανάξιος Ρόμπι Ράιαν και η επιλογή του Μιλς είναι πολύ ενδιαφέρουσα, δεδομένου ότι έχει δώσει πολύχρωμα δείγματα γραφής στη προηγούμενη φιλμογραφία του. Εν προκειμένω πάντως φαντάζει σχεδόν μονόδρομος, αφού η ποιητική αύρα των παύσεων στη ροή της ταινίας εκτινάσσεται ως προς τη συναισθηματική της ένταση από την ασπρόμαυρη εικόνα, που δεν έχει τίποτα το υπερφίαλο ή ψυχρά καλογυαλισμένο στην όψη της. Ακόμα και στις στιγμές που αφήνεται να ανασάνει και να αγκαλιάσει τον χαρακτήρα του mood piece που την ορίζει, η ταινία παραμένει μεγαλόκαρδη και ανεπιτήδευτα ευαίσθητη.

Είναι τόσο σύνθετη η ζωή των ενηλίκων της ταινίας και αυτό γιατί έχουν μάθει να μην απαντάνε στις δύσκολες ερωτήσεις που θέτει ο Τζέσι. Μηχανεύονται συνεχώς τρόπους να ξεγλιστρήσουν, μεθόδους να εξηγήσουν με λόγια «κατάλληλα για παιδιά» τις πολωμένες καταστάσεις τους. Φοβούμενοι να μην ανοίξουν έναν υποτιθέμενο ασκό του Αιόλου, βυθίζονται συνεχώς σε περισσότερη εσωστρέφεια, οικτίρουν εαυτούς για τα λάθη τους και διατυμπανίζουν τις καλές προθέσεις τους για να απαλύνουν τον πόνο τους. Και όμως, η ζωή συνεχίζεται και δε σκοντάφτει στα ανθρώπινα σφάλματα, ούτε αξιώνει μονάχα αλάθητους. Θέλει να μαζέψει κανείς τα κουράγια του και να μη σταματήσει να προσπαθεί για τους ανθρώπους του. Ή ίσως απλώς να είναι εκεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑