What's On The Father

8 Ιουλίου 2021 |

0

The Father

Δύο κατηγορίες θεατών θα δουν και θα εκτιμήσουν το The Father: η πρώτη κατηγορία θα έχει χάσει δικό της άνθρωπο από Αλτσχάιμερ ενώ η δεύτερη όχι. Για αυτή τη δεύτερη κατηγορία θεατών, λοιπόν, το φιλμ του Florian Zeller θα είναι ένα τέλεια ενορχηστρωμένο δράμα δωματίου πάνω στο «φθινόπωρο» του ανθρώπινου μυαλού, το γήρας, και τα τραγικά παιχνίδια που παίζει ο νους (ως ξεχαρβαλωμένος μηχανισμός παραγωγής ψευδαισθήσεων) στη μοναδική περιουσία που συνειδητοποιεί το έλλογο ον ότι κατάφερε να αποκτήσει -αν το κατάφερε- όταν πλησιάζει στη δύση του βίου του: την αξιοπρέπεια.

Αυτή η δεύτερη κατηγορία θεατών θα θαυμάσει την έξυπνη σκηνοθεσία του Zeller, τον τρόπο που μας «δένει» πάνω στο άρμα μιας τραυματισμένης αντιληπτικής ικανότητας, αναγκάζοντάς μας να βιώσουμε τις δυσάρεστες εκπλήξεις μιας σειράς από συνειδησιακές «προδοσίες» (της μνήμης, της παράστασης, της ικανότητας διαχωρισμού πραγματικότητας και ονείρου), την αφηγηματική οικονομία του φιλμ, τη σοβαρότητα με την οποία προσεγγίζει το θέμα του, μακριά από μελοδραματικές υπερβολές και σεντιμενταλιστικές κορόνες. Πριν και πάνω απ’ όλα τα προηγούμενα, βέβαια, θα συγκλονιστεί μ’ αυτόν τον τιτάνα της υποκριτικής που λέγεται Άντονι Χόπκινς, ο οποίος κρατάει πάνω στις πλάτες του μια ολόκληρη ήπειρο συναισθημάτων και τη μεταφέρει από το ένα πλάνο στο άλλο, ακόμα και με το πλέον ανεπαίσθητο βλεφάρισμα.

Τι γίνεται, όμως, με την πρώτη κατηγορία θεατών; Ό,τι ισχύει για τη δεύτερη κατηγορία, εν πολλοίς, θα ισχύει και γι’ αυτήν με μια σημαντική διαφορά όμως: η πρώτη κατηγορία θεατών θα δει όλα τα παραπάνω μέσα από το πρίσμα του προσωπικού πόνου, μιας οδύνης βιωματικής, που δεν έχει την παραμικρή σχέση με αφηρημένες φιλοσοφικές διαπιστώσεις περί υπαρξιακής φθαρτότητας. Ναι, ο άνθρωπος γερνάει (κι αυτό όχι πάντα, μόνο αν έχει την τύχη να ζήσει πολύ), καταπίπτει ποικιλοτρόπως, το σώμα του ζαρώνει και φθίνει, το μυαλό του το ίδιο, χάνει πρώτα τον κόσμο κι έπειτα τον εαυτό του, πόσο μεγάλη και γενναιόδωρη η θλίψη μας για όλα αυτά αλλά και πόσο λίγο νιώθουμε να μας αφορούν όταν είμαστε νέοι και εύρωστοι, σφριγηλοί, ακμαίοι, γεμάτοι έγνοιες και πάθη!

Μπροστά στο -κινηματογραφικό, λογοτεχνικό ή θεατρικό- θέαμα της κοινής ανθρώπινης μοίρας, στεκόμαστε όλο σεβασμό και συγκατάβαση, στεναχωρημένοι από ευγένεια, λες και τίποτα απ’ όλα τα θλιβερά που μας παρουσιάζουν δεν πρόκειται να συμβεί σ’ εμάς. Όταν, όμως, έχουμε αντικρίσει την αλήθεια, το Πραγματικό του γήρατος ως γενικευμένης ψυχοσωματικής αποσυναρμολόγησης, πάνω σ’ έναν άνθρωπο δικό μας, έναν άνθρωπο που αγαπάμε, τότε η κατάσταση διαφέρει όσο η πραγματικότητα απ’ το όνειρο. Τότε το The Father, λειτουργεί ως «τραυματικό» συμβάν, ανακαλεί δυσάρεστες αναμνήσεις, σφίγγει το στομάχι και την καρδιά: πονάει. Και πονάει μ’ έναν τρόπο συγκεκριμένο, όχι θεωρητικό.

Για τον Άντονι του μεγάλου Άντονι Χόπκινς, δεν ξέρουμε και πολλά πράγματα. Τα βασικά μόνο. Το επάγγελμά του (μηχανικός), ότι παντρεύτηκε και έκανε δύο κόρες, ότι έχασε τη μία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ότι αγόρασε ένα μεγάλο διαμέρισμα, ότι του αρέσει η κλασσική μουσική. Αυτά αρκούν για να συμπάσχουμε με το δράμα του; Φυσικά και αρκούν. Έχουμε να κάνουμε με έναν ολόκληρο άνθρωπο. Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος που βρίσκεται στο κατώφλι της απόλυτης νοητικής νύχτας να είναι κάποια «μεγάλη προσωπικότητα» για να αισθανθούμε την κατάσταση της πνευματικής του απορρύθμισης ως ένα είδος μεταφυσικού σκανδάλου. Καθένας που έζησε κι έπλασε κάτι απ’ το χάος με το μυαλό και την καρδιά του, που έδωσε σχήμα και μορφή στην εμπειρία του με τις πνευματικές του δυνάμεις, δικαιούται αυτή την ύστατη χάρη: να κρατήσει τη φλογίτσα του μυαλού του αναμμένη στο σκοτάδι του κόσμου, μέχρι να τη φυσήξει ο Θάνατος.

Υπάρχουν αδικίες και αδικίες στη ζωή. Υπάρχει η αδικία του να πεθαίνεις αφού έζησες (κάποιοι ίσως να την έλεγαν και απόλυτη δικαιοσύνη), υπάρχει κι η αδικία να πεθαίνεις ενώ είσαι ακόμα (βιολογικά τουλάχιστον) εν ζωή. Αυτή είναι η περίπτωση του Άντονι, κι όσοι έχουν δει δικό τους άνθρωπο να βιώνει αυτό το μαρτύριο, δεν θα καταφέρουν να βγουν αλώβητοι απ’ την προβολή του The Father. Τοποθετώντας μας μέσα στο μυαλό του κεντρικού του ήρωα, δηλαδή βυθίζοντάς μας στη σύγχυση σε σχέση με το τι απ’ όσα αντικρίζουμε είναι αληθινό και τι όχι, με μια εξαιρετική συνύφανση περιεχομένου και φόρμας (άλλωστε και το σινεμά, όπως ένα μυαλό που δεν μπορεί να ξεχωρίσει την παραίσθηση απ’ την πραγματικότητα, μετατρέπει την ψευδαίσθηση σε αλήθεια και αντικαθιστά τον μαθηματικό, αντικειμενικό χρόνο με την εσωτερική «διάρκεια»), το φιλμ του Zeller παρακολουθεί έναν άνθρωπο που έχει αρχίζει να μοιάζει με χαλασμένο ρολόι (όχι τυχαία, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ο Άντονι ψάχνει για το ρολόι του ή ανησυχεί πως του το έκλεψαν), χαμένο μέσα στον ωκεανό των στιγμών, να θαλασσοπνίγεται στο κεφάλι του, να βουλιάζει ατέρμονα σε μια μνήμη που πλέον έχει αυτονομηθεί και κάνει ό,τι θέλει: του επιβάλλει το παρελθόν ως αναπόδραστο παρόν, δεν του απαντάει όταν τη ρωτάει για τα πιο οικεία του πρόσωπα, σύντομα δεν θα του αποκρίνεται όταν θα αναρωτιέται σχετικά με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο Άντονι χωρισμένος απ’ τον νου του, απ’ το αχανές «αρχείο» του Εγώ μέσα στο οποίο είχε φυλάξει και την ταυτότητά του, εξακολουθεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος, παραμένει ο «πατέρας» ή κάποιος άλλος έχει πάρει πια τη θέση του; Αυτή η τραγική σύγχυση, η απορία, η εναγώνια απορία του ανθρώπου που, χάνοντας την πρόσβαση σε όλα όσα θεωρούσε δικά του, αναπαλλοτρίωτο κτήμα του (στην ιστορία του, τις μνήμες του, το σαφές, ολοκληρωμένο σχέδιο της ζωής που έζησε), νιώθει πως τον έκλεισαν έξω απ’ τον εαυτό του, είναι η βασική ατμόσφαιρα και τονικότητα του The Father, είναι αυτό που διακρίνουμε ολοκάθαρα στο συγκλονιστικό βλέμμα του σπουδαίου Άντονι Χόπκινς, είναι αυτό που αντικρίζαμε και στο σπαρακτικό βλέμμα του παππού μας, όταν το Αλτσχάιμερ τον έσβηνε σιγά σιγά όπως ένα σφουγγάρι σαρώνει απ’ τον πίνακα όσα έχουν γραφτεί εκεί με κιμωλία, μέσα σε μια ώρα μαθήματος.

Κάποιος που με πολύ κόπο και πολύ πόνο και πολλή αγωνία και πολλή προσπάθεια έφτιαξε κάτι απ’ τον χρόνο που του δόθηκε, κάποιος που πάλεψε, αγάπησε και επιθύμησε να ζήσει, βλέπει τον εαυτό του να σβήνει, να διαγράφεται, κι ο ολόκληρος αυτός άντρας, ο κουρασμένος αυτός οδοιπόρος, επιστρέφει στην αφετηρία, γίνεται ξανά παιδί καθώς ο κύκλος της ζωής του κλείνει. Φοβάται, τρέμει, απελπίζεται και ζητάει τη «μαμά του» να τον κρατήσει απ’ το χέρι και να τον συντροφεύσει στην «έξοδό» του απ’ τον κόσμο, έτσι όπως συντρόφεψε και την είσοδό του σ’ αυτόν. Όλα τελειώνουν (περίπου) όπως άρχισαν.

Και μόνο γι’ αυτή τη σκηνή εκεί προς το τέλος, τη συγκινησιακή δύναμη της οποίας δεν μπορούν να αποδώσουν οι λέξεις, όπου μια καλή γυναίκα, μια καλή νοσοκόμα, γίνεται για λίγο μητέρα γι’ αυτό το γερασμένο μωρό που κλαίει και ζητάει παρηγοριά (η αξία της ερμηνείας του Χόπκινς είναι, φυσικά, πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν που σηματοδοτεί ένα Όσκαρ), το «The Father» γίνεται μια απ’ τις πιο έντονες συναισθηματικά κινηματογραφικές εμπειρίες της πρόσφατης μνήμης.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑