What's On Dragged Across Concrete

27 Μαρτίου 2019 |

0

Dragged Across Concrete

Σκηνοθεσία: Σ. Κρεγκ Ζάλερ

Παίζουν: Μελ Γκίμπσον, Τόρι Κιτλς, Βινς Βον, Τζένιφερ Κάρπεντερ, Ούντο Κιρ, Ντον Τζόνσον

Διάρκεια: 158′

Ελληνικός τίτλος: “Τα Δύο Πρόσωπα του Νόμου”

O Μπρετ Ρίτζμαν και ο Άντονι Λουρασέτι είναι δύο αστυνομικοί παλαιάς κοπής, που θεωρούν ότι δικαιούνται να μετέλθουν κάθε πρόσφορο μέσο για την επίτευξη του εκάστοτε σκοπού τους. Θιασώτες της άποψης ότι η αστυνομία είναι υπερεξουσία και θεμέλιος λίθος  της κοινωνικής ευταξίας, δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν ακατάλληλες για την εποχή μεθόδους. Μία τέτοια επίδειξη δύναμης –στην πραγματικότητα εξουσίας– σε βάρος ενός Λατίνου εμπόρου ναρκωτικών και της συντρόφου του θα τους οδηγήσει σε διαθεσιμότητα, όταν θα καταγραφεί σε διαθεσιμότητα. Με στέρηση μισθού για έξι εβδομάδες, οι δύο σκληροτράχηλοι άνδρες καταφεύγουν στην παρανομία, προκειμένου να εξασφαλίσουν το μερτικό που θεωρούν ότι η εποχή τους στερεί και την οικονομική επιφάνεια που πιστεύουν ότι αξίζουν.

Το τρίτο κατά σειρά φιλμ του Ζάλερ, μετά τα επιτυχημένα «Bone Tomahawk» και «Brawl in Cell Block 99», είναι και το πιο δύσπεπτό του, χωρίς μάλιστα να προσεγγίζει τα όρια της γραφικής βίας και της χαρακτηρολογικής απανθρωπιάς των προηγούμενων. Απλώνεται σε 158 ολόκληρα λεπτά και υιοθετεί έναν εξαντλητικό ρυθμό. Τούτο εδώ το βραδύκαυστο νέο-νουάρ υποχρεώνει τον θεατή να μπει στο πετσί των χαρακτήρων, που διαβιούν μέσα σε αυτή τη ζούγκλα από μπετό, σωστά θεριά και οι ίδιοι. Οι δρόμοι των δύο τελούντων εν αργία οργάνων της τάξης διασταυρώνονται με τον Χένρι, έναν άρτι αποφυλακισμένο μαύρο μικροκακοποιό, που ψάχνει και αυτός με μανία να πιάσει την καλή και να ξεφύγει από την λούμπεν μιζέρια της οικογενειακής του πραγματικότητας. Αντί να κρατήσει χρονικές ισορροπίες, ο Ζάλερ προτιμά να φτιάξει ένα υπόβαθρο σε κάθε χαρακτήρα του φιλμ που κομίζει κάτι στο συνολικό του αφήγημα, εξ’ ου και η απίθανη για την εποχή διάρκεια, κατά τα διδάγματα του σπουδαίου «Heat» του Μάικλ Μαν.

Ο χαρακτήρας του Λουρασέτι, παρότι καταλαμβάνει πολύ χρόνο, είναι ουσιαστικά περιφερειακός˙ ο Χένρι, όπως τον αποδίδει με ακρίβεια ο Τόρι Κιτλς, και ο Μπρετ του Μελ Γκίμπσον (είναι αλήθεια του Γκίμπσον, δίνει πνοή από την πνοή του στον χαρακτήρα), οι δύο σημαντικότεροι χαρακτήρες, είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αφημένοι στις σκιερές γωνίες του αμερικανικού ονείρου, βιώνουν μία τραγική καθημερινότητα, νιώθουν ότι η μπογιά τους δεν περνάει. Αναζητούν τη διαφυγή με πάθος, αλλά πέφτουν με τα μούτρα πάνω σε ψηλούς τοίχους μίας πόλης που ρουφά το κάθε απομεινάρι από την ψυχή τους. Για μία ακόμα φορά όμως, ο Ζάλερ βάλει ευθέως κατά του ίδιου του στόχου που θέτουν οι δύο παραπληρωματικοί αντι-ήρωες: το αμερικάνικο όνειρο στον πυρήνα του είναι ένα ανοσιούργημα, ένα αναίσχυντο ψέμα, και γι’ αυτό μπορεί να προσεγγιστεί μόνο με εγκληματικές μεθόδους. Για όσο ο Αμερικανός ανεξαρτήτως χρώματος θα το επιζητά, αυτό θα τον καταδυναστεύει.

Και αν ο χαρακτήρας του Χένρι γίνεται πιο εύκολα αποδεκτός από ένα ευρύ κοινό, με τη περιορισμένη ούτως ή άλλως χρονικά παρουσία του στο έργο, είναι ο Μπρετ που επιτρέπει στον Ζάλερ να επιτεθεί ολομέτωπα σε παραδεγμένες αξίες της αμερικανικής κοινωνίας. Ο λευκός αυτός μπάτσος είναι ένας ολοκάθαρος ρατσιστής που δεν υφίσταται κάποια γοητευτική μεταστροφή. Αισθάνεται βυθισμένος σε ένα παρελθόν αστυνομικής ασυδοσίας, που αποτελεί περισσότερο φαντασιακή παρά πραγματική ανάμνηση. Είναι το ξεχασμένο τέκνο μίας άλλης εποχής, που δεν μπορεί να αντιληφθεί την κοσμογονία γύρω του. Αλλά ο κόσμος αλλάζει, προς το καλύτερο ή το χειρότερο, δίχως ποτέ να τοy ζητήσει την άδεια˙ πλέον, κάθε του κίνηση είναι υπό επιτήρηση, οι άγραφοι κανόνες του αποτελούν παρελθόν, το ηλεκτρικό μάτι της κάμερας (των σόσιαλ μίντια, της τηλεόρασης) είναι πανταχού παρόν και η παρουσία του τείνει να καταστήσει παρωχημένες υπάρξεις σαν και του λόγου του σε είδος προς εξαφάνιση.

Για να μπορέσει να του διαφύγει, αυτός ο υπέρτατος υπερασπιστής της νομιμότητας και του δικαίου, καταφεύγει σε εγκληματικές δράσεις, αλλά το χρήμα που αποζητά είναι μιαρό, βαπτισμένο στο αίμα. Ο φαταλισμός του Ζάλερ απαγορεύει στον μπάτσο οποιαδήποτε ελπίδα (αν υποθέσουμε ότι μία τέτοια προσωπικότητα, μπολιασμένη με τόσο μίσος, θα μπορούσε ποτέ να αναπτύξει μία) και εκφράζεται μέσω της πνιγηρής πόλης που τον περιβάλλει. Ο, τι και αν επιλέγει αν πράξει, στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία. Το κακό θα γίνει, παρά την επιγενόμενη βούλησή του να το αποτρέψει. Θα πάρει κόσμο στο λαιμό του, η άρνησή του να συμβαδίσει με τις νέες εποχές που καταδεικνύουν ότι είναι ένας μπαγιατεμένος κρετίνος θα σημαίνει την καταδίκη για όλη του την οικογένεια, που αναγκαστικά βυθίζεται σε καθεστώς φόβου. Η κόρη του παρενοχλείται, η γυναίκα του ασφυκτιά, και αυτός, το νομιζόμενο alpha male, το πρότυπο του σκληρού καριόλη μπάτσου που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, θα μείνει ευνουχισμένος στο διηνεκές να ξεσπά τα νεύρα που προξενεί η αποτυχία του σε εύκολες λύσεις, εθελοτυφλώντας γύρω από την ολοφάνερα ταξική απάντηση που πρέπει στα φυλετικά στερεότυπα που αναπαράγει. Έτσι, φυσικά, από τη στιγμή που η νόμιμη ζούγκλα μοιάζει να έχει αλλάξει νομικό σύστημα, ο Μπρετ περνά στην παράνομη, που διέπεται ακόμα από το ίδιο, αρχέκακο «δίκαιο» του ισχυρού.

Όπως και τα προηγούμενα δύο του έργα, έτσι και τούτο το φιλμ μοιάζει βγαλμένο από τα βρώμικα 70ς. Εδώ είναι αναμφιβόλως πεκινπαϊκή η αύρα, ωστόσο ο μηδενισμός είναι ο απόλυτος παντοκράτορας, κάθε ίχνος ιδεαλισμού συνθλίβεται στα γρανάζια του. Η βία, παρότι είναι έντονη και αποτελεί συστατικό στοιχείο της ταινίας, είναι εγκατεσπαρμένη στα μέρη της και περιορισμένη. Περισσότερο δομείται πάνω στα διαλογικά της μέρη, που δίνουν και τον τόνο, μαζί με μία ταραντινική υφή στο σύνολο. Είναι όμως η μόνιμη απειλή ενός βίαιου ξεσπάσματος που σημαδεύει ανεξίτηλα τους χαρακτήρες. Μία γυναίκα που φοβάται να αφήσει το νεογέννητο παιδί της από τα χέρια της γιατί σκέφτεται ότι ίσως να μην το ξαναδεί ποτέ. Η συνεχής παρενόχληση άνευ συγκεκριμένης αιτίας ενός κοριτσιού που τσακίζει νεύρα. Μία αίσθηση ότι το αιματοκύλισμα προαναγγέλλεται κάθε στιγμή. Ο Ζάλερ πλάθει έναν κόσμο ολοσκότεινο, όπου μέχρι και η τελευταία χαραμάδα φωτός αποτελεί απλησίαστο δικαίωμα για τους χαρακτήρες του.

Τίποτα από όλα αυτά όμως, ούτε καν η αξιοπρόσεχτη φόρμα με τα ακίνητα, μακρόσυρτα πλάνα και τις μεγάλες σιωπές δεν αποτελούν το κυρίαρχο πρόταγμα του έργου. Ο Ζάλερ, στην συγκεκριμένη δημιουργία το περισσότερο από ποτέ, δίνει ρεαλιστική φωνή σε μία κάστα ανθρώπων που ο δυτικός κόσμος συστηματικά αγνοεί, επειδή σιχαίνεται να ακούει όσα έχουν αν του πουν. Ως μέγας προβοκάτορας βέβαια αφήνει να πλανάται στον αέρα το κατά πόσο ενστερνίζεται αντίστοιχες ακραίες απόψεις, αλλά σε επίπεδο δημιουργικής τόλμης επιμένει ενοχλητικά να πατάει τον κάλο στο πόδι της καθεστηκυίας ρητορικής του αμερικανικού σινεμά. Αρνείται πεισματικά να αλλοιώσει τον προσανατολισμό της χαρακτηρολογίας του για να την βγάλει καθαρή. Δεν είναι δα και κανένας ισχυρός ιδεολόγος του συντηρητικού χώρου, που ψάχνει τον άνθρωπο κάτω από κτήνη, σαν τον τιτάνα Κλιντ Ίστγουντ. Ούτε και τυγχάνει της άνευ όρων αποδοχής από σύσσωμο star system ώστε να εξασφαλίζει ασυλία, όπως ο όχι ιδιαίτερα ακανθώδης αλλά αγαπημένος Κουέντιν.

Ο Ζάλερ λαχταρά διακαώς να διασαλεύσει τα ήθη μίας στρογγυλοκαθισμένης στις δάφνες της τάξης του αμερικανικού σινεμά, χτυπώντας της από ένα σημείο που δεν το περιμένει. Εξαπολύει μύδρους κατά της πολιτικής ορθότητας, στην οποία βλέπει τον απόλυτο εκφασισμό του δημόσιου λόγου, την απολυταρχία στην πράξη. Υιοθετεί μία οπτική απεχθή, ακροδεξιά, στα όρια της alt-right, γιατί αναγνωρίζει αυτό που πονάει τον σύγχρονο δυτικό δημοκράτη: ότι το πρώτο «θύμα» της κυριαρχίας του political correctness είναι άνθρωποι που κουβαλούν τέτοιες απόψεις, μισογυνικές, ρατσιστικές, παντός είδους αναχρονιστικές και στερεοτυπικές. Η ίδια η απαρχή της εγκαθίδρυσης του εξορθολογισμού στη σφαίρα του δημόσιου λόγου, άλλωστε, βρίσκεται στη δημιουργία ενός προστατευτικού πλαισίου για τους αδύναμους, οι οποίοι πλήττονται από τέτοιας προέλευσης βίαιες ενέργειες.

Αν απαγορεύσεις στον ρατσιστή να λέει δημοσίως ότι είναι ρατσιστής, λύνεις το πρόβλημα του κοινωνικού στερεοτύπου; Αν εξαφανίσεις οτιδήποτε προσβλητικό από τα κανάλια, καταφέρνεις να το αποδιώξεις και από τις ιδιωτικές ζωές των πολιτών; Ο Ζάλερ στη συγκεκριμένη ταινία διερωτάται, μάλλον με επικριτική διάθεση, κατά πόσο χωρούν φασίζουσες απαντήσεις σε φασιστικές, αντιδημοκρατικές, ρατσιστικές και κάθε λογής χυδαίες απόψεις. Τοποθετώντας στο κέντρο τον Μελ Γκίμπσον, έναν κατ’ εξοχήν ηθοποιό-σύμβολο μίσους για τα σύγχρονα μίντια λόγω του ιδιωτικού του βίου, ο Αμερικανός δημιουργός αναγκάζει τον θεατή να εγκαταλείψει το comfort zone του, να δει τον κόσμο μέσα από μάτια που ουδέποτε θέλησε να προσεγγίσει και να αναλογιστεί τη δική του θέση στη σύγχρονη εποχή. Αδιαφορεί αν θα καταγραφεί ως ακραίος, συντηρητικός, υποστηρικτής του Τραμπ ή οτιδήποτε συναφές. Στο κάτω-κάτω, ίσως και να είναι ˙ αυτό που ισχυρίζεται όμως είναι ότι θα έπρεπε να είναι δικό του θέμα αυτό.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑