Reviews Goldfinger

31 Οκτωβρίου 2020 |

0

Goldfinger

Σκηνοθεσία: Γκάι Χάμιλτον

Παίζουν: Σον Κόνερι, Όνορ Μπλάκμαν, Γκερτ Φορντ

Διάρκεια: 111′

Η τρίτη ταινία της Bond series, και συγχρόνως η πρώτη από τις τέσσερις συνολικά που σκηνοθέτησε ο Γκάι Χάμιλτον, πιθανώς να μην αποτελεί την ποιοτική κορωνίδα της σειράς, αλλά σίγουρα το πέτο της διακοσμείται από ένα βαρύτιμο γαλόνι: υπήρξε το καλούπι, από το οποίο εκίνησε μια ολόκληρη γραμμή παραγωγής.

Και προτού σκεφτείτε πως ίσως υπερβάλλουμε, αναλογιστείτε ότι όλα τα Bond films που ακολούθησαν πάτησαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στις διδαχές και στα θεμέλια του Goldfinger. Οι βάσεις, λοιπόν, μπορεί να είχαν τεθεί στο Dr. No (1962) και το From Russia With Love (1963), αλλά η αναμέτρηση με τον Χρυσοδάκτυλο είναι που θα σφραγίσει με πάσα επισημότητα τη μοίρα του Μποντ.

Ο οποίος, εφεξής, δεν θα λειτουργεί ως χαρακτήρας, αλλά ως μύστης μιας τελετουργίας. Το μοντέλο ενός Μποντ εκφραστή μιας απαρέγκλιτης ιεροτελεστίας γοητείας -η οποία φάνταζε, με τρόπο σχεδόν μαγικό, απόλυτα χειροπιαστή μέσα στην απιθανότητά της- βάσταξε μέχρι το τέλος του αιώνα, όταν ο πιο αγέραστος κινηματογραφικός ήρωας του σινεμά υπέστη τα μερεμέτια που άρμοζαν στην τότε εποχή.

Ήταν, πλέον, απαραίτητο να γίνει πιο ενδοσκοπικός, να αναρωτηθεί για τις καταβολές του, να αμφισβητήσει τον σκοπό που εξυπηρετεί, να εξανθρωπιστεί και σχεδόν να αναμετρηθεί με την ίδια του την ταυτότητα. Ο Μποντ ενεπλάκη, αρχής γενομένης με το Casino Royale, σε ένα δια-κειμενικό δίαυλο επικοινωνίας που ξέφευγε από το πλαίσιο του κοινού και διεξαγόταν μεταξύ του ίδου του ήρωα και του δικού του φιλμικού παρελθόντος.

Αυτό το νέο μοτίβο διαθέτει διάφορα προφανή θέλγητρά, αλλά για κάθε προσθήκη βάθους, διαστάσεων και ψυχογραφικής υπόστασης, ξεπροβάλλει ένα επώδυνο αντιστάθμισμα. Ο σύχρονος Μποντ είναι αναγκασμένος να πάρει πολύ πιο σοβαρά τον εαυτό του, να προσδώσει ιδεαλιστικό (έστω κι αυτό γυρνά σε μια μήτρα ντετερμινιστικού αναπόφευκτου) προορισμό στην αποστολή του, ακόμη κι αν εκ πρώτης όψεως πασχίζει να την υπονομεύσει.

Παρατηρώντας τη στροφή του Μποντ σε πιο σκοτεινά μονοπάτια, αναλογίζεται κανείς πως ο αυθεντικός Μποντ του Σον Κόνερι ήταν προικισμένος με την πιο ευγενή και υψηλή μορφή συνειδητότητας: την αυτό-υπονόμευση. Ο Κόνερι, φυσικά, διέθετε το παρουσιαστικό, το σουλούπι, την κορμοστασιά και την έμφυτη σαγήνη ώστε να μετατρέψει τον ήρωά του σε μυδραλιοβόλο ετοιμολογίας, σεξουαλικότητας και άνεσης. Πέρα, όμως, από την ατελείωτη λίστα των φυσικών και ερμηνευτικών χαρισμάτων, ο Σον Κόνερι διέθετε και ένα κρυφό άσσο στο μανίκι: the license όχι απλώς να σκοτώσει, αλλά να υπονομεύει τα πάντα στο πέρασμά του. Την αποστολή του, τον κίνδυνο, τον θάνατο, τη μοίρα του κόσμου, την ψυχροπολεμική παράνοια, το επάγγελμα του μυστικού πράκτορα, την Αγγλία, τη βασίλισσα, τον ίδιο του τον εαυτό.

Επιστρέφοντας στο Goldfinger, είναι σχεδόν συγκινητική η διαπίστωση ότι πρόκειται για την ταινία που εγκαινίασε μια ατελείωτη σειρά από μικρές μυσταγωγίες, τις οποίες κάθε Bond aficionado λαχταρούσε με μανία, για δεκαετίες ολόκληρες. Το αράδιασμα της πραμάτειας του Q, η ενημέρωση από την Μ, το διακριτικό φλερτ με τη Moneypenny, το Μαρτίνι που έπρεπε να είναι shaken, αλλά θεός φυλάξει όχι stirred. Από εκεί και πέρα, το Goldfinger είναι διάσπαρτο από στιγμές ανθολογίας, οι οποίες μένουν καρφωμένες στο μυαλό ακόμη κι ενός θεατή με μηδενικό συναισθηματικό δέσιμο με τον 007.

Το φονικό ημίψηλο του Oddjob (ασύλληπτο όνομα για αυτό τον εξίσου ασύλληπτο μουγκό υπηρέτη του ολέθρου, που σου δίνει την εντύπωση του σαρκοβόρου ευνούχου). Η καρατέκα σεξουαλική μυσταγωγία μεταξύ Bond και Pussy Galore, σε ένα μουσικό χαλί απορρύθμισης και λανθάνοντος οργασμού. Η λέιζερ δεσμίδα που απειλεί να κόψει τον Mποντ στα δύο, ξεκινώντας από το πλέον μονάκριβο εργαλείο της περσόνας του. Η εικόνα του άψυχου κορμιού της, από την κορφή ως τα νύχια καλυμμένης με χρυσή μπογιά, Σίρλεϊ Ίτον να κείτεται στο κρεββάτι. Οι εναρκτήριοι τίτλοι μεθυστικής οσμής θανάτου και οι στίχοι του τραγουδιού: He’s the man, the man with the Midas touch. A spider’s touch. Such a cold finger. Beckons you to enter his web of sin. But don’t go in.

Στο σύμπαν του Τζέιμς Μποντ, πέρα από το αρχοντικό στυλ, με αντίστοιχη θρησκευτική ευλάβεια ενδύονταν και οι κάθε είδους συστάσεις. Στις Bond movies, κανείς δεν δρούσε, μήτε ο Μποντ μήτε οι αντίπαλοί του, εν κρυπτώ, λακωνικά και πίσω από τις σκιές. Όλα είναι φανερά, αλλιώς δεν υφίστανται, όλα είναι αντικείμενο μόστρας και πασαρέλας, αλλιώς δεν έχουν νόημα. Και στο Goldfinger δεν γίνεται να μην αποδώσει κανείς τα εύσημα σε έναν υπέροχο villain, ο οποίος παίζει το παιχνίδι με τους δέοντες όρους και αγγίζει τα όρια της αυτό-ματαίωσης. Μαζεύοντας όλους τους αρχιμαφιόζους της χώρας στη φάρμα του και παρουσιάζοντας, με όρους χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, το πώς (δεν) θα κατακτήσουν τον κόσμο μαζί, καθώς έχει ήδη λάβει την απόφαση να τους εξοντώσει. Μια σπαρακτική εκδήλωση μοναξιάς και παράπονου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑