Festivals BERLINALE: THE FIRST BLOOD

12 Φεβρουαρίου 2012 |

0

BERLINALE: THE FIRST BLOOD

Προτού εισέλθουμε στο κυρίως ζητούμενό μας, δηλαδή τις ταινίες που παρακολουθήσαμε , ας καταγράψουμε τις πρώτες μας εντυπώσεις από το βερολινέζικο Φεστιβάλ. Οι χώροι όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα δρώμενα βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ των, στα πέριξ της Potsdamer Platz, γεγονός εξαιρετικά βολικό καθότι το δριμύ πολικό ψύχος που επικρατεί δρα ολίγον ανασταλτικά για γενναίες μακρινές μετακινήσεις. Πέραν τούτου, οι εγκαταστάσεις που φιλοξενούν τις προβολές σε ελκύουν σε βαθμό που δεν θέλεις να τις αποχωριστείς στο τέλος της ημέρας. Η Μπερλινάλε μπορεί να υστερεί σε σχέση με τις Κάννες ως προς το επίπεδο των διαγωνιζόμενων για το κυρίως βραβείο ταινιών, αλλά σίγουρα υπερτερεί σε κλίμα. Το Φεστιβάλ δεν εκτυλίσσεται σε ένα απόρθητο για τον πολύ κόσμο φρούριο, αντιθέτως ο κόσμος της πόλης συμμετέχει ενεργότατο σε αυτό, θυμίζοντας τις όμορφες πτυχές του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Δεν τριπλοελέγχεται το bar code της διαπίστευσής σου όποτε θέλεις να μπεις σε μία ταινία ούτε γίνεται εξονυχιστικός έλεγχος της τσάντας σου. Γενικότερα, δεν επικρατεί καμία ατμόσφαιρα ελιτισμού ή σοβαροφάνειας. Όσον αφορά δε τις ταινίες, υπάρχει πληθώρα αφιερωμάτων και παράλληλων με το επίσημο Διαγωνιστικό τμημάτων, στοιχείο που προσφέρει πολλές εναλλακτικές επιλογές κάθε ώρα της ημέρας.

Προχωρούμε στο ψητό. Τι είδαμε ως τώρα και πώς μας φάνηκε. Πρεμιέρα με το «Adieux a la reine» του Γάλλου Μπενουά Ζακό. Μία αποτύπωση των ημερών που ακολούθησαν το ξέσπασμα της γαλλικής Επανάστασης (15-17 Ιουλίου 1789), ιδωμένων όμως εκ των έσω. Από το εσωτερικό δηλαδή των Βερσαλλιών, με οδηγό το βλέμμα το βλέμμα μίας υπηρέτριας εντός του παλατιού, μίας πληβείας σε περιβάλλον πατρικίων που πασχίζει ιδεοληπτικά να εισέλθει σε ένα κόσμο ψεύτικο. Κάμερα που υπομένει συνεχώς αναταράξεις, οπτικοποιώντας μία εποχή τρεμάμενη, έναν κόσμο έτοιμο να καταρρεύσει. Υποδόρια ειρωνεία που δένει όμορφα με την ένταση που είναι συνεχώς επικείμενη, βρίσκεται σταθερά καθ’ οδόν, πλησιάζει και βρυχάται. Ο επαναστατικό όχλος δεν θα φανεί, δεν θα ακουστεί ποτέ. Εμείς θα δούμε μονάχα περιποιημένα κεφάλια που ιδρώνουν, νιώθουν σουβλιές και αγωνιούν σκεπτόμενα τη λαιμητόμο που τους περιμένει. Μέσα σε όλα αυτά, μία επιμέρους ιστορία που αγγίζει έναν προσωπικό θρίαμβο που ισοδυναμεί με άγριο δράμα. Όταν θέλεις απεγνωσμένα να γίνεις κάποιος, το πιθανότερο είναι να καταλήξεις κανένας.

Πράξη δεύτερη, με το ντεμπούτο της κυρίας Πιτ ή αν προτιμάτε της Αντζελίνα Τζολί. Η κόρη του Γιον Βόιτ πέρα από το ευγενές χόμπι της υιοθεσίας παιδιών από εξωτικά φτωχές χώρες του πλανήτη με τη ντουζίνα, αποφάσισε να σκηνοθετήσει και καμιά ταινιούλα για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα της. Η ταινία αυτή μάλιστα, είναι γυρισμένη σε βοσνιακό έδαφος με γηγενείς ηθοποιούς. How ethnic! Αν νομίζει πως η ελκυστική εμφάνισή της την απαλλάσσει από την αποδοκιμασία μας, δεν είναι καθόλου γελασμένη. Το κορίτσι ας κάνει ό,τι του καπνίσει, το έχει κερδίσει με το σπαθί του παρουσιαστικού της. Αν υποθέσουμε όμως ότι η ταινία της «In the Land of Blood and Honey» είχε καθοδηγηθεί από άλλη σκηνοθετική μπαγκέτα, ιδού τι θα σκεφτόμασταν. Στο μικροσκόπιο έχουμε τον αιματηρό εμφύλιο στη Βοσνία και η όλη συλλογιστική επί του ζητήματος εξαντλείται στο ότι οι Σέρβοι, από πάππου προς πάππου, είναι αιμοσταγή κτήνη που σφάζουν αθώους. Οι Σέρβοι, σύμφωνα με την ταινία, σκοτώνουν βρέφη για πρωινό, βιάζουν τις μανάδες τους μπροστά στους πατεράδες τους για μεσημεριανό και το βραδάκι, επειδή δεν θέλουν να βαρυστομαχιάσουν, στήνουν καμιά δεκαριά εκτελεστικά αποσπάσματα. Φυσικά, πέρα από την κούφια πολιτική οπτική, η όλη σκηνοθετική προσέγγιση είναι ανώδυνη και εκνευριστικά απλοϊκή. Η χαρακτηρολογία παιδική, το όλο twist στο οποίο βασίζεται η πλοκή είναι μία σεναριακή τρύπα του όζοντος, ενώ την τελική κάθαρση θα τη ζήλευε και το Disney Club με τον Λυκούργο και την Καρολίνα. Όλα τα παραπάνω ισχύουν για την ταινία, αν αυτή είχε γυριστεί από κάποιο άλλο πρόσωπο. Της Αντζελίνας της Τζολί η ταινία, ήταν ένα θαύμα.

Προχωρούμε στο πιάτο νούμερο τρία της πρώτης ημέρας του Φεστιβάλ, το οποίο αποδείχθηκε μία σκέτη λιχουδιά. Η φετινή Μπερλινάλε διοργανώνει μία ρετροσπεκτίβα στο βίο και τα έργα του γερμανού-σοβιετικού στούντιο παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, «Mezhrabpom-Rus», το οποίο ιδρύθηκε το 1924 από τον Γερμανό Willi Münzenberg και τον Ρώσο Moisei Aleinikov. Μεταξύ των πάμπολλων διάσημων αριστουργημάτων που γυρίστηκαν στο εν λόγω στούντιο, συγκαταλέγεται και η βωβή ταινία που απολαύσαμε μετά συνοδείας πιάνου το βράδυ της Πέμπτης. Your Hand in Mine δεν ήταν η συνοδευτική μουσική, αλλά ας μην τα θέλουμε και όλα δικά μας. Το «St. Jorgen’s Day» (Prazdnik Svyatovo Yorgena) του Γιάκοφ Προταζάνοφ, γυρισμένο εν έτει 1930, αποτελεί μία χειροπιαστή απόδειξη των εγκληματικών συνεπειών της στείρας επιβολής του δόγματος του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού στη σοβιετική τέχνη. Μεγάλα ταλέντα με πολλές και καινοτόμες ιδέες και ταυτόχρονα ολόψυχα δοσμένοι στον επαναστατικό σκοπό, δυστυχώς σκόνταψαν στην πνευματική δυσκαμψία των κομματικών κεφαλών. Μία πραγματικά χαμένη ευκαιρία για την ανθρώπινη τέχνη. Η δυσεύρετη αυτή ταινία γυρίστηκε πριν σκληρύνουν τα πράγματα και ξαφνιάζει με την απίστευτη φρεσκάδα της. Το τέχνασμα της ταινίας μέσα στην ταινία, σαν μπάμπουσκα, μία απίστευτη παρωδία του εμπορίου της θρησκευτικής πίστης, σαρκασμός πάνω στην ανάγκη των ανθρώπων για υποταγή σε μία ανώτερη δύναμη, καυστικά υπονοούμενα για την εξουσία, λίγες σφήνες από το ιδεολογικό μοντάζ των ατραξιόν, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Καθήμενος στην πρώτη σειρά, σε βραδινή προβολή βωβής σοβιετικής ταινίας σε τεράστια οθόνη, ομολογώ πως δεν απέκλεια και έναν απολαυστικό υπνάκο με νανούρισμα πιάνου. Αντ΄ αυτού και προς έκπληξή μου, βγήκα ανανεωμένος και κεφάτος όπως άλλωστε και ολόκληρη η αίθουσα. Η πιο οδυνηρή διαπίστωση είναι ότι στην Ελλάδα του σήμερα, 92 αργότερα, μία ανάλογη θεματολογία θα είχε σίγουρα εγείρει το εγκεφαλικά νεκρό ερώτημα του «άραγε, μήπως πρέπει να υπάρχουν όρια στην τέχνη;».

Η δεύτερη ημέρα ξεκίνησε με την παρακολούθηση της ταινίας του Τόνι Γκάτλιφ, «Indignados». Αν σας θυμίζει κάτι ο τίτλος, ορθώς σας το θυμίζει και σχετίζεται άμεσα με το περιεχόμενο της ταινίας. «Αγανακτισμένοι» λοιπόν, αγανακτισμένος και ο σκηνοθέτης, γενικότερα μεγάλη αγανάκτηση. Με ένα πρόσχημα μυθοπλασίας, ο Γκάτλιφ φτιάχνει ένα κολάζ ντοκιμαντερίστικων εικόνων, καταλήγοντας δυστυχώς να αιωρείται στο κενό μεταξύ των δύο ειδών. Το θέμα μας γνωστό και μη εξαιρετέο, μία από τις πολλές καυτές πατάτες της ευρωπαϊκής ηπείρου, η μετανάστευση, η οποία, όπως προείπαμε θα λειτουργήσει ως πλατφόρμα για τη μετάβαση στο «κίνημα» των «αγανακτισμένων». Τα αίτια της ευρωπαϊκής παρακμής (θα ήταν πολύ ενδιαφέρον ο Λαρς Φον Τρίερ να γύριζε μία νέα τριλογία για την ευρωπαϊκή κατρακύλα ή έστω το «Europa 2») θα επιχειρήσει λοιπόν να ψηλαφίσει ο Γκάτλιφ, όχι όμως παραγωγικά αλλά εν τέλει μάλλον τηλεγραφικά, όπως περίπου οι παχιοί μεσότιτλοι που κατακλύζουν την οθόνη, θυμίζοντας πρόσφατες δημιουργίες του Γκοντάρ. Το μαρτύριο των ανθρώπων που δεν υφίστανται καν ως υπάρξεις, που κινούνται σαν σκιές μεταξύ αμπαριών, παγκακίων και κέντρων κράτησης που ομοιάζουν με στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν μπορεί να είναι ποτέ φωτογενές, μοιάζει να μας λέει ο αγαπητός Τόνι και έχει δίκιο. Το θέμα είναι πως ούτε η αντίδραση μπορεί να είναι φωτογενής ή να μοιάζει με βόλτα στο πάρκο. Η αρχή μολαταύτα ήταν ενθαρρυντική, δεν είχε όμως και την ανάλογη συνέχεια. Η ασφυκτική κινηματογράφηση της γραφειοκρατικής δυσκαμψίας μέσα από αγχωτικές γωνίες λήψης, η αίσθηση πως οι οποιεσδήποτε ελπίδες λιώνουν σε καγκελόπορτες και τοίχους γέμισαν προσδοκίες. Δεν άργησε δυστυχώς να αναλάβει τα ηνία ο ανέξοδος και αδιέξοδος ψευτό-λυρισμός. Οι ποιητικές ή συμβολικές εικόνες που προσπαθούν να ξεπεταχτούν, καταλήγουν να φουσκώνουν υπερβολικά και να εκρήγνυνται από την εκβιαστική πρεμούρα να γίνουν ακόμη πιο ποιητικές, ακόμη πιο συμβολικές. Γυρνώντας στο σκέλος του «μηνύματος» που πασχίζει να εκμαιεύσει η ταινία, ως απάντηση απλώς θα αναπαράγουμε ένα σύνθημα που είχε γραφτεί με σπρέι κοντά στην Puerta del Sol στη Μαδρίτη, τις πρώτες μέρες της ευρωπαϊκής «αγανάκτησης». «Indignarse no es suficiente». Η αγανάκτηση δεν είναι αρκετή, απαιτούνται πολλά παραπάνω.

Η δεύτερη ημέρα έκλεισε με το, εν έτει 1928 γυρισμένο, εικαστικό έπος του Βσέβολοντ Πουντόβκιν, «Θύελλα στην Ασία» (Potomok Chingis-Khan), στα πλαίσια της ρετροσπεκτίβας που αναφέραμε παραπάνω και πάντοτε με τη συνοδεία του ίδιου πιανίστα. Ο Πουντόβκιν άνηκε στη χρυσή τετράδα που διαμόρφωσε τη συνολική αισθητική του προ-σταλινικού σοβιετικού κινηματογράφου, μαζί με τους Αϊζενστάιν, Ντοτβζένκο και Βερτόφ. Η δε ταινία που παρακολουθήσαμε, κλείνει την «τριλογία της συνειδητοποίησης», την οποία είχαν εγκαινιάσει οι ταινίες «Μάνα» και «Το τέλος της Αγίας Πετρούπολης». Ένας χωρικός στα βάθη της Μογγολίας βιώνει την εκμετάλλευση στο πετσί του, καταλήγει αντάρτης στα βουνά, αιχμαλωτίζεται, φλερτάρει με τον θάνατο, του δίνεται χάρη και διορίζεται αστραπιαία ελέω καταγωγής κυβερνήτης της περιοχής του με σκοπό να επιτελέσει τον ρόλο του ανδρείκελου, εν τέλει επαναστατεί για τα καλά και τα κάνει όλα γης μαδιάμ, ξεσηκώνοντας μία πραγματική και μεταφορική «θύελλα στην Ασία». Ντεκουπάζ φτιαγμένο από τα συμπαγή υλικά, μοντάζ συνεχούς ψυχογραφίας, εικόνες που χτίζουν μία προς μία τον ιδεολογικό και αισθητικό σκελετό του φιλμ. Αυτά ως τώρα, θα επιστρέψουμε αύριο με τις εντυπώσεις του Σαββατοκύριακου και με άλλον αέρα, αφότου ως τότε η χώρα θα έχει (ξαναματα)σωθεί. Κάθε σωτηρία είναι η σημαντικότερη μέχρι την επόμενη, παραφράζοντας το ρητό του Νίκου Γκάλη στο Ευρωμπάσκετ του ’87. Εις το επανιδείν.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑