Reviews Il Sorpasso (1962)

15 Αυγούστου 2023 |

0

Il Sorpasso (1962)

Σκηνοθεσία: Ντίνο Ρίζι

Παίζουν: Βιτόριο Γκάσμαν, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν

Διάρκεια: 105’

Δεκαπενταύγουστος, στην αδειανή Ρώμη. Μια κάμπριο Lancia Aurelia, η τελευταία λέξη στα σπορ αμάξια της εποχής, διασχίζει τους έρημους δρόμους σχεδόν πετώντας. Στο πίσω φόντο, ένα ξέφρενο τζαζ τέμπο αποπνέει μια αίσθηση κατεπείγοντος, ίσως και έναν υποδόριο κίνδυνο. Στο τιμόνι βρίσκεται ο Μπρούνο (Βιτόριο Γκάσμαν), ένας φαφλατάς καταφερτζής, ικανός να πείσει ακόμη και έναν μοναχό που έχει πάρει όρκο σιωπής να αρχίσει τη φλυαρία. Ψάχνοντας σαν τρελός ένα τηλέφωνο, καταλήγει στα προάστια της Ρώμης. Η ραγδαία και ανεξέλεγκτη οικοδομική ανάπλαση γίνεται φανερή με την πρώτη ματιά, φανερώνοντας μια χώρα που θέλει να γυρίσει βιαστικά σελίδα, περνώντας από τα ερείπια του χτες στην ταχύτητα του μοντέρνου κόσμου. Χωρίς αληθινή αφορμή, ο Μπρούνο θα φορτωθεί με το έτσι θέλω στον Ρομπέρτο (Ζαν-Λουί Τρεντινιάν), έναν συνεσταλμένο και φοβικό φοιτητή Νομικής, ο οποίος περνά τις διακοπές του μελετώντας για τις εξετάσεις του Σεπτεμβρίου.

Ο Μπρούνο είναι από εκείνους τους ανθρώπους που αυτομάτως «νιώθουν σαν στο σπίτι τους» χωρίς να περιμένουν την τυπική προτροπή, σε αντίθεση με τον Ρομπέρτο που δεν νιώθει ποτέ και πουθενά άνετα, ούτε καν στο ίδιο του το σπίτι. Οι δυο τους κινούνται σε ολότελα διαφορετικές οκτάβες, σε κάθε επίπεδο. Ο Μπρούνο είναι μονίμως στην μπρίζα, το στόμα και το σώμα του δείχνουν έτοιμα να ξεχαρβαλωθούν, είναι παρορμητικός και βροντόφωνος. Στον αντίποδα, ο Ρομπέρτο μοιάζει να σέρνει τα πόδια του, ψελλίζει και ψιθυρίζει, χαμογελά αμήχανα και κοντοστέκεται με απορία.

Ο Μπρούνο ενσαρκώνει την ανάγκη για αέναη κίνηση και αλλαγή, θαρρείς και κάθε καινούργιο κάδρο χωρά μια νέα περιπέτεια, όπου η πραγματικότητα επαναδιατυπώνεται ασταμάτητα με οίστρο και ορμή. Από την άλλη, ο Ρομπέρτο ζει και κινείται σε προκαθορισμένα όρια, ασυναίσθητα φυλακισμένος σε μια σειρά από απαράβατες συνήθειες. Προτού καλά καλά το καταλάβει, και δίχως την παραμικρή αντίσταση, ο Ρομπέρτο καταλήγει συνοδηγός και συνοδοιπόρος του Μπρούνο σε ένα θεοπάλαβο road trip αυτογνωσίας και αποκάλυψης, που θα τον φέρει από τη Ρώμη στην εξοχή της Τοσκάνης, με αμέτρητες ενδιάμεσες στάσεις.

Ο Ντίνο Ρίζι, σεσημασμένος στη σάτιρα των κοινωνικών ηθών και του οικονομικού άλματος της μεταπολεμικής Ιταλίας, ενσαρκώνει ένα σινεμά αληθινά καινοτόμο και συγχρόνως αδιαπραγμάτευτα λαϊκό. Διόλου τυχαία, σε έναν από τους πιο σπαρταριστούς διαλόγους της ταινίας, ο Μπρούνο πετά μια απολαυστική μπηχτή για την Έκλειψη του Αντονιόνι (η οποία βγήκε την ίδια χρονιά στις αίθουσες), αναφέροντας πως «έριξε έναν τρομερό ύπνο στη διάρκεια της προβολής».

Το σινεμά του Ρίζι τολμά λοιπόν να αντιπαρατεθεί στο στοχαστικό και απαισιόδοξο βλέμμα του Αντονιόνι: ο Ρίζι, αντί να οικτίρει τη μικροπρέπεια, την έλλειψη επικοινωνίας και το ψυχικό αδιέξοδο των ηρώων, αντιμετωπίζει κάθε τους ελάττωμα, κενό και παράλειψη με τρυφερότητα και χαμόγελο. Η μεταπολεμική κατήφεια, η ανέχεια που κρύβεται πίσω από τη βιτρίνα της ανάπτυξης και η απώλεια ηθικού προσανατολισμού δίνουν τη θέση τους σε μια ντελιριακή και σπαρταριστή φάρσα, σχολιάζοντας χαρωπά και σκανδαλιάρικα το πέρασμα σε μια περίοδο γενικευμένης ευφορίας, η οποία είναι όμως χτισμένη σε εύθραυστα θεμέλια.

Παρεμπιπτόντως, αυτό ακριβώς το (προσ)πέρασμα αποδίδεται από τον αυθεντικό τίτλο της ταινίας Il Sorpasso (κατά λέξη προσπέραση/υπέρβαση στα ιταλικά), ο οποίος ενδύεται με πολλαπλές σημασίες. Αρχικά, την αμιγώς κυριολεκτική της προσπέρασης, καθώς σε ολόκληρη την ταινία (μέχρι την τραγική κορύφωση του φινάλε), βλέπουμε συνεχώς τον Μπρούνο να προσπερνά ριψοκίνδυνα τα υπόλοιπα αμάξια στους χαώδεις ιταλικούς δρόμους, χτυπώντας ασταμάτητα την πιο εκνευριστική κόρνα που έχετε ποτέ ακούσει σε κινηματογραφική ταινία. 

Την ίδια στιγμή, ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει και σε μια διπλή υπέρβαση. Αφενος του Ρομπέρτο, ο οποίος απεκδύεται τον παλιό του εαυτό και ξεχύνεται προς τη ζωή, αφετέρου της Ιταλίας, η ο οποία βαδίζει στα νέα μονοπάτια της ψυχαναγκαστικής ευδαιμονίας. Δυστυχώς, η πολυσήμαντη φύση του τίτλου δεν αποτυπώνεται στην αγγλική απόδοση Easy Life, ούτε στην ελληνική μετάφραση Ο φανφαρόνος, η οποία –όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό– αθελά της υποβαθμίζει την ταινία στο απλοϊκό επίπεδο μιας κωμωδίας καταστάσεων.

Όπως ήδη υπονοήσαμε, το γεμάτο παρακάμψεις, αναβολές και απρόοπτα ταξίδι των δύο ετερόκλητων φίλων διατρέχει τη ραχοκοκαλιά μιας χώρας που παλεύει να βρει τα πατήματά της και να βάλει λίγη τάξη στις ακραίες αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν. Ο Μπρούνο και ο Ρομπέρτο θα επισκεφτούν τουριστικά θέρετρα, night clubs της καλής κοινωνίας, πατρογονικούς πύργους στην ιταλική ύπαιθρο, αυτοσχέδια λαϊκά καπηλειά, παραθαλάσσιες ταβέρνες και θα συνυπάρξουν με εκπροσώπους από σχεδόν κάθε κοινωνικό στρώμα μιας χώρας γεμάτης με αντιφάσεις, γοητεία και σύγχυση. 

Ο Ρίζι, χωρίς ποτέ να διολισθαίνει στην επιθετικότητα, σατιρίζει όλες τις σύχρονες όψεις της ιταλικής κουλτούρας: α) τον φολκλορικό αγροτισμό (αξέχαστη η σκηνή με τους οπαδούς του Αγροτικού Κόμματος να χορεύουν κάτι σαν τουίστ), β) τον απαρχαιωμένο φεουδαρχισμό (η οικογένεια του Ρομπέρτο), γ) τον μεταπολεμικό νεοπλουτισμό και καιροσκοπισμό (η συμπεριφορά του Μπρούνο), δ) τον επελαύνοντα συντηρητισμό μιας νέας γενιάς που επιζητά πάση θυσία την ασφάλεια (τόσο η κόρη του Μπρούνο, η οποία δεν έχει πρόβλημα να παντρευτεί τον πλούσιο μεσήλικα, όσο και ο ανασφαλής και άτολμος Ρομπέρτο), ε) την υποδόρια σχέση κατωτερότητας απέναντι στα ξένα κυριαρχικά πρότυπα (οικονομικά, αλλά πάνω απ’ όλα πολιτισμικά).

Φυσικά, ο ανθρωπότυπος που δεσπόζει στην ταινία είναι ο πληθωρικός και χειμαρρώδης Βιτόριο Γκάσμαν, ο οποίος διαθέτει κι ένα συμπληρωματικό αξεσουάρ. Η σπορ Lancia, σύμβολο ενός νέου modus vivendi, λειτουργεί ως συμπλήρωμα του Μπρούνο, καθρεφτίζοντας την κοσμοθεωρία που συμβολίζει η περσόνα του. Η ξέφρενη ανεμελιά, η επίδειξη μιας φανφαρόνικης (για να θυμηθούμε και τον ελληνικό τίτλο) αρρενωπότητας, η ανάγκη επίδειξης που βρίσκει διέξοδο στο παράτολμο παιχνίδι των προσπεράσεων στην ανοιχτωσιά (και ανοργανωσιά) των ιταλικών δρόμων. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Μπρούνο υποτιμά αδιάκοπα κάθε άλλο μέσο μεταφοράς, το οποίο έχει συνδεθεί στο παρελθόν με το ιταλικό συλλογικό υποσυνείδητο: τα άλογα και τα γαϊδουράκια των χωρικών, τις βέσπες και τα Fiat της πρώιμης αστικοποίησης.

Το μεγαλύτερο γαλόνι στην ερμηνεία του Γκάσμαν είναι ότι κατορθώνει να προσδώσει χίλια κι ένα επίπεδα σε έναν χαρακτήρα που θα μπορούσε πολύ εύκολα να εκτραπεί στη μονοκόμματη γραφικότητα. Ο Μπρούνο πράγματι πλήττει με την «επίσημη» κουλτούρα (το σινεμά του Αντονιόνι, οι ετρουσκικοί τάφοι, η θρησκευτική αρχιτεκτονική της Τοσκάνης), αλλά κάθε άλλο παρά απαίδευτος ή βαρετός είναι. Αντίθετα, η συναισθηματική του νοημοσύνη, όπως και η παρατηρητικότητά του, βρίσκονται πάντα στα κόκκινα.

Αναλογιστείτε ότι μέσα σε λίγα λεπτά ξετρυπώνει το σιωπηλό και εξιδανικευμένο πάθος του Ρομπέρτο για τη γειτονίσσά του, ξεθάβει με άνεση όλα τα οικογενειακά μυστικά που ο Ρομπέρτο δεν διανοήθηκε ποτέ να σκαλίσει, ενώ ψυχανεμίζεται ταχύτατα, και πάντα εύστοχα, τις στιγμές που ο νέος του φίλος πασχίζει να σκαρφιστεί κάποια δικαιολογία για να τη σκαπουλάρει: κι όσο και να μην το δείχνει, πληγώνεται βαθιά από αυτή την επιθυμία φυγής. Η πόζα και η μόστρα δεν είναι παρά μια μάσκα που καμουφλάρει αμήχανα το αληθινό ενδιαφέρον και δέσιμο. 

Το Il Sorpasso, πέρα από την ψυχή της Ιταλίας, διατρέχει και το παρελθόν των ηρώων, αναζητώντας την κάθαρση και την -τόσο αναγκαία- απομάγευση. Ο Ρομπέρτο, καθώς επισκέπτεται την οικογενειακή εστία, χάρη στην ανόθευτη και τσεκουράτη ματιά του Μπρούνο συνειδητοποιεί σταδιακά πως ο ολάνθιστος κήπος με τις αναμνήσεις έχει πλέον μετατραπεί σε νεκροταφείο με μαραμένα λουλούδια. Την ίδια στιγμή, αδέξια και αμήχανα όπως κάθε πρωτάρης που βαδίζει σε ανεξερεύνητα μονοπάτια, χτίζει την ερωτική του αυτοπεποίθησή (σε ολόκληρη την ταινία ο Μπρούνο κυνηγά κάθε θηλυκό που συναντά, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για την πιθανή χυλόπιτα, ενώ ο Ρομπέρτο αφήνει αμέτρητες ευκαιρίες να περάσουν αναξιοποίητες).

Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ κάθε τρεις και λίγο ακούμε ενά voice over που αποκαλύπτει τις μύχιες σκέψεις του Ρομπέρτο, ο οποίος αναλογίζεται, επαναπροσδιορίζει και απομυθοποιεί την ίδια του την ταυτότητα, δεν συμβαίνει κάτι ανάλογο με τον Μπρούνο, ο οποίος μιλά σαν μυδραλιοβόλο και μοιράζεται κάθε συνειρμό και σκέψη που του έρχεται στο μυαλό. Εξοπλισμένος με τη δική του φωνή, ο Μπρούνο θα κατορθώσει για πρώτη φορά να μετρήσει και να ζυγίσει τις λέξεις του, βρίσκοντας επιτέλους την επιβράβευση που τόσο αδέξια και αγαπησιάρικα αναζητούσε από την πρώτη κιόλας στιγμή. Η άβγαλτη αθωότητα του Ρομπέρτο, ο οποίος έχει ξεχάσει να συστηθεί με το κέφι και τη διάσκεδαση, αντισταθμίζει και εξισορροπεί την παρατεταμένη παιδικότητα του Μπρούνο, ο οποίος ζει (φαινομενικά) για την εφήμερη καλοπέραση.

Λίγο πριν το φινάλε, σε μια μαεστρική σεκάνς που τεμαχίζει τον χώρο και προοικονομεί μια εκκολαπτόμενη τραγωδία, η κάμερα αιχμαλωτίζει το βλέμμα του Ρομπέρτο ακριβώς τη στιγμή της αλλαγής, όταν βρίσκει επιτέλους το θάρρος να εκφράσει όλα τα ανείπωτα και καταπιεσμένα αισθήματα. Σε μια συνθήκη ρευστή και ακαθόριστη, σαν να παραπατάμε σε ένα μεθυσμένο όνειρο, οι άνθρωποι μοιάζουν οριστικά αποκομμένοι από όσα εξελίσσονται γύρω τους. Σαν κουρδισμένες φιγούρες, όλοι τους χορεύουν, χαμογελούν και χαριεντίζονται, την ίδια στιγμή όμως είναι λες και παρατηρούν το όλο σκηνικό από μακριά, βυθισμένοι σε μια σιωπηλή μελαγχολία. Στο κατάμαυρο φινάλε του Il Sorpasso, η σαρωτική δίψα για ζωή και η ανομολόγητη επιθυμία θανάτου θα βαδίσουν χέρι χέρι. Για να πεθάνεις, εξάλλου, πρέπει πρώτα να έχεις ζήσει. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑