Nina

Σκηνοθεσία: Σίνθια Μορτ

Παίζουν: Ζόε Σαλντάνα, Ντέιβιντ Ογελόουο, Κέβιν Μάμπο

Διάρκεια: 91′

«Oh my darling/ Cling to me/

For we`re creatures/ Of the wind/

And wild is the wind»

Ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε ανέκαθεν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά του για τις βιογραφίες. Ίσως από έλλειψη έμπνευσης, ίσως από ροπή στην ευκολία και στην κατά τα φαινόμενα σίγουρη λύση, η κινηματογραφική απεικόνιση της ζωής επιφανών ανδρών και γυναικών μοιάζει ιδιαίτερα θελκτική για τους δημιουργούς της γης των ευκαιριών. Το κοινό όμως σταδιακά αρχίζει να κουράζεται από την συνεχή επανάληψη και διαμορφώνει καινούριες απαιτήσεις στο συγκεκριμένο είδος. Μια βιογραφία λοιπόν της ιέρειας της αμερικανικής μουσικής Νίνα Σιμόν, για να είναι καλοδεχούμενη, απαιτεί και τη δέουσα προσοχή, κάτι που δυστυχώς στο παρόν εγχείρημα απουσιάζει.

Η ταινία επικεντρώνεται στο τελευταίο μέρος της ζωής της Σιμόν, το οποίο πέρασε στη Γαλλία, αυτοεξόριστη από την πατρίδα της, αν και είναι διανθισμένη με φλας-μπακ. Δυστυχώς, όμως, ούτε με την κύρια αφήγηση ούτε με τις αναδρομές φωτίζεται επαρκώς ο κεντρικός χαρακτήρας. Συγκεκριμένα, η Αμερικανίδα ντίβα παρουσιάζεται σαν μια ξιπασμένη, εγωκεντρική και εγωπαθής πάλαι ποτέ μεγάλη τραγουδίστρια, ενώ οι όποιες προεκτάσεις του χαρακτήρα θίγονται με τρόπο εξοργιστικά επιδερμικό. Ακόμα κι αν η εικόνα που δίνει η ταινία για τη Σιμόν είναι ακριβής, σε κανένα σημείο δεν καταφέρνει να εγείρει πραγματικά το ενδιαφέρον του θεατή με αποτέλεσμα αυτός να απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από το χαρακτήρα και τελικά να μην ενδιαφέρεται καθόλου για την πορεία του. Αυτό που είναι βέβαια θλιβερό είναι το πώς παρουσιάζεται η έντονα πολιτικοποιημένη πτυχή της Νίνα Σιμόν, καθώς αυτή, ενώ υπήρξε μία από τις σημαίες του κινήματος των έγχρωμων στην Αμερική του 1960, στην ταινία φαίνεται σαν να πάσχει απλώς από μανία καταδίωξης.

Τα προβλήματα όμως εκτείνονται και στο τεχνικό κομμάτι της ταινίας. Η σκηνοθετική προσέγγιση, μολονότι περιέχει κάποιες ευχάριστες εκπλήξεις, συνολικά είναι άχρωμη και ο ρυθμός ασταθής. Το μεγάλο στοίχημα του έργου φυσικά δεν είναι άλλο από τη Ζόε Σαλντάνα, την οποία είχαμε συνηθίσει σε πολύ διαφορετικούς ρόλους από το συγκεκριμένο, και μάλλον καλώς έμενε σε αυτούς. Η προσπάθεια της να προσεγγίσει το χαρακτήρα της Σιμόν βυθίζεται στο κενό από τα πρώτα λεπτά, καθώς όπως αποδεικνύεται χρειάζεται κάτι πολύ παραπάνω από ψευδομπάσα φωνή για να την αγγίξει κανείς. Η αστοχία στην ερμηνεία της Σαλντάνα αφήνει έκθετο και τον Ντέιβιντ Ογιελόβο, ο οποίος στέκει αξιοπρεπής στον ρόλο του μάνατζερ και μοναδικού ανθρώπου που πραγματικά νοιάζεται για την ντίβα.

Μια επιφύλαξη ως προς την πρωτοεμφανιζόμενη σκηνοθέτιδα Σίνθια Μορτ, είναι πάντως απαραίτητη, καθώς αυτή καταγγέλλει συνεχώς ότι η παραγωγός εταιρία επενέβη χωρίς την έγκρισή της και άλλαξε άρδην το τελικό αποτέλεσμα του έργου, σε σημείο που η ίδια αποξενώθηκε εντελώς από αυτό. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που έφτασε στα μάτια μας ήταν το λιγότερο προσβλητικό. Και όχι με την έννοια της αποκαθήλωσης ενός μύθου ή της παρουσίασης της αληθινής «ανθρώπινης» πλευράς του, αλλά με αυτήν της έλλειψης ενδιαφέροντος για τον ίδιο τον χαρακτήρα, για τον οποίο ο θεατής δεν μαθαίνει μετά τη θέαση της βιογραφίας του τίποτα ουσιώδες. Αν θέλει κανείς να γνωρίσει κινηματογραφικά τη Νίνα Σιμόν, ας επιλέξει το ντοκιμαντέρ «What Happened, Miss Simone». Αν πάλι θέλει να τη γνωρίσει αληθινά, ας ακούσει το «Pastel Blues» και ας δει βίντεο από κάποια ζωντανή της εμφάνιση. Η τρεμάμενη φωνή και το θείο άγγιγμά της στα πλήκτρα του πιάνου τα λένε όλα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑